MENU

Ο τόπος και ο χρόνος: To ημερολόγιο έγραφε 13 Ιουνίου του 1935, στο θρυλικό «Madison Square Garden» της Νέας Υόρκης, μπροστά σε πάνω από 30.000 θεατές, ένας αγώνας 15 γύρων για τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή Βαρέων Βαρών ανάμεσα στον κάτοχο Μαξ Μπάερ (ρεκόρ 41-7) και τον διεκδικητή Τζέιμς Τζ. Μπράντοκ (ρεκόρ 49-25-7).

Οι αντίπαλοι: Ο Μαξ Μπάερ από την Νεμπράσκα, στα 26 του χρόνια, με ύψος 1.89 και βάρος 96 κιλά, αήττητος επί σχεδόν έξι χρόνια και Παγκόσμιος Πρωταθλητής από τον Ιούνιο του 1934 και την απίστευτα επιβλητική νίκη του απέναντι στον θηριώδη Πρίμο Καρνέρα (τον έριξε 11 φορές στο καναβάτσο κατά τη διάρκεια της αναμέτρησης και ο διαιτητής αναγκάστηκε να την διακόψει για να τον προστατεύσει), ένας πραγματικά τρομακτικός μποξέρ στο αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας του, με θανατηφόρες γροθιές και δυστυχώς όχι με την μεταφορική έννοια...

Δύο έμπειροι πυγμάχοι, ο Φράνκι Κάμπελ στο Σαν Φρανσίσκο το 1930 και (ουσιαστικά) ο Έρνι Σάαφ λίγο μετά τη μεταξύ τους σύγκρουση στο Σικάγο το 1932 είχαν χάσει στο πρόσφατο παρελθόν τη ζωή τους από τα φοβερά κτυπήματα του Μαξ Μπάερ, η δύναμη και η τεχνική (ειδικά μετά τη συνεργασία του με τον Τζακ Ντέμπσεϊ) του οποίου είχαν αποκτήσει σχεδόν μυθική διάσταση έπειτα από τη μεγαλειώδη νίκη του επί του Γερμανού πρωταθλητή Μαξ Σμέλινγκ το 1933.

O Τζέιμς Τζ. Μπράντοκ, το «Μπουλντόγκ του Μπέργκεν» και η «Υπερηφάνεια των Ιρλανδών» από το Νιού Τζέρσεϊ, λίγες ημέρες μετά τα 30α του γενέθλια, σχεδόν ισοϋψής αλλά 10 κιλά ελαφρύτερος από τον αντίπαλό του, «τελειωμένος» για άπαντες από τον Ιούλιο του 1929 και τη νύχτα που δεν κατάφερε να πάρει τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή από τον Τόμι Λούγκραν στο «Yankee Stadium». Με πολύ χαμηλό ηθικό, σακατεμένο το δεξί του χέρι και κατεστραμμένος οικονομικά την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, ηττήθηκε 20 φορές στους επόμενους 33 αγώνες του και το 1934 θεωρούταν ήδη παλαίμαχος.

http://www.youtube.com/embed/npaB6-bi4KY?modestbranding=0&showinfo=0&playsinline=1

Προκειμένου να ζήσει την σύζυγο και τα τρία μικρά παιδιά του, ο Τζίμι Μπράντοκ ξεκίνησε να δουλεύει στις αποβάθρες του λιμανιού, για λίγα δολλάρια την εβδομάδα και όποτε ήταν αρκετά τυχερός ώστε να επιλεχθεί ανάμεσα στους εκατοντάδες απελπισμένους υποψηφίους που αναζητούσαν ένα μεροκάματο, ενώ αναγκάστηκε να ζητήσει ακόμη και οικονομική ενίσχυση (επίδομα απορίας) από το Κράτος προκειμένου να επιβιώσει η οικογένειά του, μια ταπείνωση την οποία δεν ξέχασε ποτέ. Την Άνοιξη του 1934, ο προπονητής και ατζέντης του Τζο Γκουλντ κατάφερε να του «κλείσει» έναντι της ελάχιστης δυνατής αμοιβής έναν αγώνα με τον 23χρονο Τζον «Κορν» Γκρίφιν, ο οποίος θεωρούταν από πολλούς το next big thing στην επαγγελματική πυγμαχία της χώρας.

Με το δεξί του χέρι να έχει επιτέλους ιαθεί, το αριστερό του εντυπωσιακά δυνατότερο μετά τη σκληρή δουλειά στις αποβάθρες, κυρίως όμως ατσαλωμένος από τις φοβερές δυσκολίες που είχαν περάσει οι αγαπημένοι του και ο ίδιος τα τελευταία χρόνια, το «Μπουλντόγκ του Μπέργκεν» όχι μόνο ισοπέδωσε κόντρα σε κάθε λογική τον «Κορν» Γκρίφιν, τον επιλεγόμενο «Ozark Cyclone», στον τρίτο γύρο της μεταξύ τους αναμέτρησης, αλλά και κατανίκησε τους διάσημους μποξέρ Τζον Χένρι Λιούις, Αρτ Λάσκι στους επόμενους αγώνες του, με τη δημοφιλία του να ανεβαίνει εντυπωσιακά και συνεπακόλουθα να του χαρίζει μια ακόμη ευκαιρία, σχεδόν έξι χρόνια μετά την ήττα από τον Λούγκραν, για τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή, απέναντι στον θεωρούμενο ως ανίκητο Μαξ Μπάερ.

Η προετοιμασία: Αλαζονικός και απόλυτα σίγουρος για την υπεροχή του απέναντι στον «προερχόμενο από το πουθενά» αντίπαλό του, τον οποίο θεωρούσε ουσιαστικά διαφημιστικό δημιούργημα και όχι πραγματικό ανταγωνιστή του μέσα στο ρινγκ, ο Παγκόσμιος Πρωταθλητής δεν έκανε καλή αθλητική ζωή και σχεδόν δεν προπονήθηκε πριν τη μεταξύ τους σύγκρουση στο «Γκάρντεν», προγραμματισμένη για τις 13 Ιουνίου του 1935, την ώρα που τα στοιχήματα στα γραφεία των ΗΠΑ τον έχριζαν φαβορί για τη νίκη με το συντριπτικό 10/1.

Αντιθέτως ο Μπράντοκ ήταν ψύχραιμος και αποφασισμένος για όλα. Με μια συγκλονιστική του δήλωση λίγο πριν τη μεγάλη αναμέτρηση, ξεκαθάριζε σε άπαντες ότι ακόμη κι αν τον θεωρούν το αουτσάιντερ «για έναν γύρο, για τρεις γύρους ή για δέκα γύρους, θα είναι μάχη και μάλιστα μάχη μέχρι τελικής πτώσεως. Όταν έχεις περάσεις αυτά που πέρασα εγώ τα τελευταία δύο χρόνια, ο Μαξ Μπάερ ή μια τίγρη της Βεγγάλης μοιάζουν με κατοικίδιο ζωάκι. Μπορεί να έρθει εναντίον μου με ένα κανόνι, με οτιδήποτε και θα εξακολουθεί να μοιάζει με πικνίκ για εμένα συγκριτικά με αυτά που έχω αντιμετωπίσει». Πάντα υπό τις οδηγίες του Τζο Γκουλντ και παρά τα όποια προβλήματα λόγω της προχωρημένης ηλικίας και των παλαιότερων τραυματισμών του, ο Τζίμι προπονήθηκε για να νικήσει και όχι απλώς για να επιβιώσει στον αγώνα.

H ώρα της κρίσης: Σαν σήμερα λοιπόν, 82 χρόνια πριν, στο «Madison Square Garden» της Νέας Υόρκης, ο Μαξ Μπάερ περνούσε αστειευόμενος με το κοινό τα σκοινιά του ρινγκ για να συναντήσει έναν απολύτως σοβαρό και σιωπηλό Τζέιμς Μπράντοκ... και η ώρα για μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην Ιστορία της πυγμαχίας, αλλά και την ολοκλήρωση της υπέροχης εποποιίας του ανθρώπου που θα κέρδιζε εκείνο το βράδυ το συγκλονιστικό προσωνύμιο «Cinderella Man» για την πορεία του έως την κορυφή του αθλήματος, είχε επιτέλους φτάσει. Όπως αναμενόταν, ο Παγκόσμιος Πρωταθλητής μπήκε δυναμικά και ξεκίνησε αμέσως να σφυροκοπά τον αντίπαλό του με τα περίφημα ευθεία κτυπήματα του, ωστόσο κάθε μια από τις γροθιές αυτές, οι οποίες αποδεδειγμένα μπορούσαν να σκοτώσουν άνθρωπο, έμοιαζε να δυναμώνει και όχι να καταπτοεί τον 30χρονο Ιρλανδό.

Στις αρχές του έκτου γύρου ο Μπράντοκ, ο οποίος προηγείτο ξεκάθαρα στους πόντους σε εκείνο το σημείο χάρη στην έξυπνη και ρεαλιστική τακτική του, ξεκίνησε να σταματάει τις επιθέσεις του Μπάερ με δικές του αντεπιθέσεις κατευθείαν στο πρόσωπο, εν μέσω πραγματικής αποθέωσης από το κοινό στο «Γκάρντεν», το οποίο παράλληλα αποδοκίμαζε τον Μαξ για την εικόνα που επιδείκνυε μέχρι εκείνο το σημείο. Αυτό πείσμωσε τον πρωταθλητή και μέχρι τον 11ο γύρο του αγώνα, όταν η κακή προετοιμασία του άρχισε να φαίνεται ξεκάθαρα στο κομμάτι της ενέργειας, «στρίμωξε» αρκετά το «Μπουλντόγκ του Μπέργκεν», ψάχνοντας κυρίως το βίαιο νοκ-άουτ με ένα χτύπημα στο ηλιακό πλέγμα, ωστόσο εκείνο το βράδυ των θαυμάτων τίποτα δεν έμοιαζε ικανό να κλονίσει ή να ρίξει τον Τζίμι στο καναβάτσο.

Με τους δύο πυγμάχους φανερά κουρασμένους και τον πολύπειρο Μπράντοκ να προστατεύει αποτελεσματικά τα ταλαιπωρημένα του πλευρά από την τελική επίθεση του Μπάερ, οι τελευταίοι τρεις γύροι κύλησαν μάλλον επιφυλακτικά, με λίγα και μη επικίνδυνα χτυπήματα στο σώμα για αμφότερους. Το δευτερόλεπτο που ακούστηκε το καμπανάκι για τη λήξη, ο Τζο Γκουλντ όρμησε στο ρινγκ και αγκάλιασε τον αθλητή του, απολύτως βέβαιος για τη νίκη του στα σημεία. Πράγματι, και οι τρεις κριτές συμφώνησαν ότι «Cinderella Man» (προσωνύμιο που του έδωσε μετά τον θρίαμβό του ο συγγραφέας Ντέιμορ Ράνιον και έμελλε να τον ακολουθήσει μέχρι το τέλος της ζωής του) ήταν ο νικητής του μεγάλου αγώνα με ομόφωνη απόφαση. Δύο χρόνια μετά την ημέρα που διέλυε το δεξί του χέρι και γνώριζε ταπεινωτική ήττα από τον ξεχασμένο Αλ Στίλμαν στο Σεντ Λούις, λιγότερο από 15 μήνες μετά την τελευταία βάρδια για ένα μεροκάματο πείνας στις αποβάθρες του Νιού Τζέρσεϊ, ο Τζέιμς Τζ. Μπράντοκ ήταν Παγκόσμιος Πρωταθλητής Βαρέων Βαρών.

Επιμύθιο: O Μαξ Μπάερ συνέχισε να πυγμαχεί για σχεδόν έξι χρόνια, αλλά δεν ανέκαμψε ποτέ πραγματικά από την απώλεια του τίτλου του και κυρίως τη συντριβή του από τον θρυλικό Τζόε Λούις τρεις μήνες αργότερα στο «Yankee Stadium». Αποσύρθηκε το 1941, με ρεκόρ 71 νίκες (οι 53 με νοκ-άουτ, κάτι που ελάχιστοι μποξέρ έχουν καταφέρει) και 13 ήττες. Εβραϊκής καταγωγής, έκανε μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να προειδοποιήσει τους κατοίκους των ΗΠΑ για τη ναζιστική απειλή στην Γερμανία και κατατάχθηκε στον στρατό μαζί με τον αδερφό του, Μπάντι, ενώ ακολούθησε και καριέρα ηθοποιού. Πέθανε στο Σακραμέντο στις 21 Νοεμβρίου του 1959, μόλις στα 50 του χρόνια, από καρδιακή προσβολή και πάνω από 1.500 άνθρωποι παρευρέθησαν στην κηδεία του για να τον αποχαιρετήσουν.

Ο Τζίμι Μπράντοκ έγινε λαϊκός ήρωας μετά την υπέροχη νίκη του επί του Μαξ Μπάερ κόντρα σε όλα τα προγνωστικά και ανταπέδωσε την αγάπη των απλών ανθρώπων με σημαντικό φιλανθρωπικό έργο και οικονομική βοήθεια στους φτωχούς μέσω του Catholic Worker Movement, ωστόσο ψυχολογικά «άδειος» και χτυπημένος από την αρθρίτιδα ξαναμπήκε τελικά στο ρινγκ δύο ολόκληρα χρόνια μετά, τον Ιούνιο του 1937, για να ηττηθεί από τον Τζόε Λούις και να χάσει τη ζώνη του πρωταθλητή μόλις στον πρώτο γύρο, ενώ ο προγραμματισμένος αγώνας του με τον Γερμανό πρωταθλητή Μαξ Σμέλινγκ το 1936 είχε αναβληθεί κάτω από μάλλον περίεργες συνθήκες.

Έφυγε από τη ζωή στις 29 Νοεμβρίου του 1974, χωρίς να έχει εγκαταλείψει ποτέ το αγαπημένο του Μπέργκεν του Νιού Τζέρσεϊ, και την ιστορία του «Cinderella Man» διηγείται η ενδιαφέρουσα αν και κάπως «αγιογραφική» ταινία του Ρον Χάουαρντ με αυτόν τον τίτλο (2005) και τον Ράσελ Κρόου στον ρόλο του πρωταγωνιστή. Πολλοί ισχυρίζονται ότι δεν υπήρξε πραγματικά μεγάλος πυγμάχος και η αλήθεια είναι ότι η επίδοσή και το στιλ του δεν μπορεί να σταθεί δίπλα στους κορυφαίους της κατηγορίας των βαρέων βαρών, όπως ο Μοχάμεντ Άλι, ο Σούγκαρ Ρέι Ρόμπινσον, ο Τζόε Λούις ή ο Τζακ Ντέμπσεϊ.

Εκείνο το βράδυ της 13ης Ιουνίου του 1935 όμως, στον «Τάφο των Πρωταθλητών» (όπως αποκαλούσαν τότε το «Madison Square Garden» λόγω της αδυναμίας του κατόχου των τίτλων να τον υπερασπιστούν εκεί), απέναντι στον πιο δυνατό και τρομακτικό μποξέρ της δεκαετίας τους, ο Τζέιμς Τζ. Μπράντοκ, με πρόσφατες τις εικόνες των πεινασμένων παιδιών του και του παγωμένου σπιτιού του τον φοβερό Χειμώνα του 1934, νίκησε τον φόβο και έριξε στο καναβάτσο τα προγνωστικά, για να ολοκληρώσει την μεγαλύτερη έκπληξη στην Ιστορία του αθλήματος... και να αναθερμάνει στις καρδιές του δύσκολου κοινού της πυγμαχίας την αγωνιστική παράδοση.

Cinderella Man: Όταν ο Τζιμ Μπράντοκ έριξε στο καναβάτσο τα προγνωστικά (pics, vids)