MENU

Στα 72 του χρόνια ο Γιώργος Κούδας παραμένει η εμβληματική μορφή του ποδοσφαίρου της Θεσσαλονίκης, ένας εν ζωή θρύλος που οι ιστορίες γύρω από αυτόν μπορούσαν να αποτελέσουν πολύτιμη "εγκυκλοπαίδεια", χρήσιμη για όσους θέλουν να εντρυφήσουν στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Ηταν 20 Σεπτεμβρίου του 1995, όταν ο «Μεγαλέξανδρος» Γιώργος Κούδας θα φορούσε για τελευταία φορά την φανέλα της Εθνικής ομάδας, μέσα σε μια ατμόσφαιρα συγκινησιακά φορτισμένη καθώς αποτελούσε το μεγάλο αντίο στην μακρόχρονη πορεία του στην γαλανόλευκη (σ.σ. 11 χρόνια αφότου είχε κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια).

Μάλιστα εκείνη η αναμέτρηση είχε περάσει στην ιστορία και για έναν ακόμη λόγο, καθώς οι οπαδοί του Δικεφάλου τίμησαν τον κορυφαίο παίκτη που αναδείχθηκε από τον σύλλογο, παρουσιάζοντας την προτομή του «Μεγαλέξανδρου», η οποία ανέγραφε: «Γεώργιος Κούδας. Ο Μεγαλέξανδρος του ελληνικού ποδοσφαίρου. Δόξασε τον ΠΑΟΚ και δοξάστηκε όσο κανείς άλλος από το λαό του. Εν έτι 1958-1984. Σύνδεσμοι Φίλων ΠΑΟΚ».

Απαντώντας ο ίδιος στις ερωτήσεις του ΑΠΕ-ΜΠΕ για εκείνη την μεγάλη βραδιά, είχε πει:

«Θυμάμαι πολλά σαν να έγινε πρόσφατα το παιχνίδι αυτό, ενώ πέρασαν 23 χρόνια. Είχαν προηγηθεί πολλές συζητήσεις και αναφορές για ένα τέτοιο τιμητικό παιχνίδι που ήταν σημαντικό κι αυτό το παιχνίδι δεν το διοργάνωσε ο ΠΑΟΚ αλλά η τοπική Ένωση Ποδοσφαιρικών Σωματείων Μακεδονίας, με πρωτοβουλία του προέδρου της Διονύση Ψωμιάδη που ήθελε όπως και ο Γιώργος Λιάνης που ήταν Υφυπουργός τότε, να γίνει το παιχνίδι στην Τούμπα, κάτι που το ήθελα και εγώ γιατί η Τούμπα ήταν το δεύτερό μου σπίτι όπου μεγάλωσα, ανδρώθηκα και ποδοσφαιρικά αναδείχθηκα και ήταν συμβολικό το ότι αντίπαλος της Εθνικής μας ομάδας σ’ εκείνο το παιχνίδι ήταν η εθνική Γιουγκοσλαβίας που εκείνα τα χρόνια πλήττονταν και προέρχονταν από μία πολεμική καταστροφή. Ήθελα να τιμήσω και εγώ με την συμμετοχή μου και την παρουσία μου τον σερβικό λαό και τους συναδέλφους μου ποδοσφαιριστές της χώρας. Είχα κάνει 21 χρόνια επαγγελματίας στον ΠΑΟΚ και προσθέτοντας και τα άλλα πέντε στα τσικό και τα εφηβικά ήταν μία ολόκληρη ζωή. Με τίμησε όμως και ο κόσμος του ΠΑΟΚ και της Θεσσαλονίκης και ήταν συγκινησιακό σοκ αυτό που έπαθα όταν αντίκρισα την προτομή μου, μπροστά στο παρτέρι από την έξοδο των αποδυτηρίων προς τον αγωνιστικό χώρο τα αποκαλυπτήρια της οποίας έγιναν εκείνη την ώρα και ήταν μία προτομή που δεν την έκανε ο ΠΑΟΚ, αλλά ο κόσμος του, οι απλοί φίλαθλοι του, αυτοί που με αγάπησαν και εξακολουθούν να με αγαπούν. Όμως δυστυχώς κάποιοι χούλιγκαν την γκρέμισαν λίγα χρόνια αργότερα».

Τι σήμαινε και τι σημαίνει για σένα εθνική ομάδα ποδοσφαίρου;

«Το να παίζεις ομάδα ποδοσφαίρου είναι η μεγαλύτερη τιμή, είναι σαν να φοράς τη σημαία της χώρας επάνω σου, η εθνική ήταν για μένα ότι ομορφότερο μπορώ να θυμάμαι και τότε 23 χρόνια πριν, ήταν η τελευταία φορά που φορούσα τη γαλανόλευκη φανέλα και ήταν ύψιστη τιμή για μένα. Και ήταν εξαιρετικά σημαντικό για δύο πράγματα σε εκείνο το παιχνίδι. Ότι ήρθε για πρώτη φορά στο γήπεδο για να με δει ο πατέρας μου ο Μπαρμπα- Γιάννης Κούδας, όπως επίσης και η γυναίκα μου η Μαρίζα. Αυτό ήταν και παραμένει τουλάχιστον μία ξεχωριστή χαρά, μία ιδιαίτερη τιμή για μένα, αν και από ότι θυμάμαι ο πατέρας μου είχε έρθει και παρακολούθησε και ένα άλλο παιχνίδι του ΠΑΟΚ στις Σέρρες στο 4-0 επί του Ολυμπιακού, το έμαθα αργότερα αυτό και τον είχε φέρει στο γήπεδο ο Γιώργος Σιδέρης με τον οποίο συνδεόταν φιλικά και ο Σιδέρης μου είπε χαριτολογώντας, «Έπρεπε να φύγουμε πριν τελειώσει για να ξαναμπούμε και να κόψουμε δεύτερο εισιτήριο με αυτά που βλέπαμε αφού άξιζε να δώσουμε δύο εισιτήρια στο συγκεκριμένο παιχνίδι».

Θυμάται πως όταν βγήκε από τη φυσούνα της Τούμπας αισθάνθηκε ξεχωριστά και ανατρέχει στο παρελθόν:

«Νόμιζα πως είμαι 16 χρονών παιδί κάνοντας από την καταπακτή την πρώτη μου εμφάνιση για να παίξω στο παιχνίδι. Είχα την εντύπωση ότι θα παίξω για πρώτη φορά σε γήπεδο . Ημουν όμως στα 49 μου χρόνια, έτοιμος για να αγωνιστώ για τελευταία φορά με την εθνική ομάδα. Ενιωθα όμως έφηβος και η ψυχή μου πετούσε».

Η τελευταία... παράσταση του «Μεγαλέξανδρου» στην Εθνική