MENU

Εκδόθηκε το 1985 και ήταν ένα από τα μπεστ-σέλερ της δεκαετίας του 80. Το βιβλίο συζητήθηκε πολύ, προκάλεσε αντιδράσεις και υμνήθηκε από την κριτική.

Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα στις 8 Νοεμβρίου 1930 και μεγάλωσε σε περιβάλλον καπνεργατών και Μικρασιατών προσφύγων. Λίγο μετά την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, λόγω των πολιτικών διώξεων του καθεστώτος Μεταξά.

Άρχισε να εργάζεται από πολύ μικρός ως μικροπωλητής και το κασελάκι του στο λιμάνι και κατά την διάρκεια της Κατοχής βρέθηκε μαζί με άλλα παιδιά στα Γιαννιτσά, με πρωτοβουλία του Ερυθρού Σταυρού, για να γλυτώσει από την πείνα.. Εκεί ήρθε σε επαφή με αντάρτικες ομάδες του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ της περιοχής, οι οποίες και τον χρησιμοποίησαν ως σύνδεσμο.

Το 1944, με την απελευθέρωση, γύρισε στην Θεσσαλονίκη και εντάχθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων, μετέχοντας στο εξής ενεργά και μάχιμα σε όλες τις κινήσεις και τις περιπέτειες της Αριστεράς. Το 1947, κατά την διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, συνελήφθη για τη δράση του και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ύστερα από εννεάμηνη αναμονή σε κελί μελλοθανάτων του δόθηκε χάρη, αλλά παρέμεινε φυλακισμένος έως το 1953.

Μετά την αποφυλάκισή του κλήθηκε να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία και στάλθηκε κατευθείαν στη Μακρόνησο και αργότερα στο στρατόπεδο του Αη-Στράτη. Το 1962 απελευθερώθηκε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως επαγγελματικό στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ και της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη.

Με την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών, συμμετείχε μαζί με άλλους Λαμπράκηδες στην ίδρυση Πατριωτικού Μετώπου (30 Απριλίου 1967), το οποίο μετονομάστηκε σε Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο (ΠΑΜ), τον επόμενο μήνα, με την συμμετοχή στελεχών του ΚΚΕ. Τον Νοέμβριο του 1967 συνελήφθη και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 18 ετών. Έμεινε διαδοχικά στις φυλακές Αβέρωφ (εκεί που σήμερα βρίσκεται το μέγαρο του Αρείου Πάγου), Κέρκυρας και Κορυδαλλού έως τον Αύγουστο του 1973, οπότε αποφυλακίστηκε με την αμνηστία που χορήγησε ο δικτάτορας Παπαδόπουλος.

Το πρώτο βιβλίο: «...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς»

Ο Χρόνης Μίσσιος εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1985 με το αφήγημα «...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», που διαβάστηκε πολύ και επαινέθηκε από την κριτική. Έμαθε γράμματα στις φυλακές και τους τόπους εξορίας, καθώς είχε εγκαταλείψει το σχολείο στην δευτέρα δημοτικού για βιοποριστικούς λόγους.

Στο βιβλίο του αυτό ξετυλίγει την τριαντάχρονη περιπέτεια συλλήψεων, φυλακίσεων και εκτοπισμών του και μετατρέπει την οδυνηρή πολιτική του εμπειρία σε ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας τόσο τα βασανιστήρια και τους βασανιστές του όσο και τους κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και τον δογματισμό τους. Σύμφωνα με την κριτική, η αμεσότητα του προφορικού του λόγου, που προδίδει μια γνήσια λαϊκή αφήγηση, όπως και η γεμάτη εκπλήξεις πλοκή του, θα επιτρέψουν στον Μίσσιο να υπερβεί το στενό πλαίσιο του αριστερού απομνημονεύματος και να φιλοτεχνήσει μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία με έντονα πολιτικό λόγο.

«Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε»

Στα επόμενα βιβλία του ο Μίσσιος θα διατηρήσει τη θερμότητα των αισθημάτων του, μεταδίδοντας το ανθρωπιστικό του μήνυμα για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο χωρίς καμία ιδεολογική διόπτρα: από τα «Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε» (1988) και «Τα κεραμίδια στάζουν» (1991) μέχρι τα «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» (1996) και «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001).

Το έκτο και τελευταίο μυθιστόρημά του, που το έγραφε πριν από τον θάνατό του και κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2019, έχει ως τίτλο μια παράδοξη αριθμητική πράξη «8-3=11», συμβατή μόνο με τη λογική της προσφοράς.

«Κοσμοκαλόγερος», όπως οι ήρωες ορισμένων βιβλίων του, ο Χρόνης Μίσσιος ζούσε εδώ και πολλά χρόνια στο Καπανδρίτι. Άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο των Αθηνών, στις 20 Νοεμβρίου 2012, χτυπημένος από την επάρατο νόσο.

Ο Μίσσιος υπήρξε εμπνευστής μιας λογοτεχνίας που παρά τον σκληρό κόσμο τον οποίο απεικονίζει, δεν χάνει ποτέ την αισιοδοξία και την πίστη της στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου, ο οποίος είναι ικανός υπό συνθήκες ελευθερίας να ζήσει σε μια δημοκρατία που θα εγγυάται τόσο τα ατομικά δικαιώματα όσο και την ευδαιμονία της κοινότητας.

Πηγή: sansimera.gr

«Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;»: Ποιος ήταν ο Χρόνης Μίσσιος