Ο Ρενέ Γκοσινί γεννήθηκε στο Παρίσι στις 14 Αυγούστου 1926, από Πολωνοεβραίους γονείς. Το επώνυμό του στα Πολωνικά σημαίνει «φιλόξενος». Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως σχεδιαστής σε διαφημιστική εταιρεία στην Αργεντινή, όπου η οικογένειά του είχε εγκατασταθεί από το 1928. Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1945, μετακόμισε με τη μητέρα του στης ΗΠΑ και τον επόμενο χρόνο για να αποφύγει τη στράτευση επέστρεψε στο Παρίσι.
Στη Γαλλία δεν απέφυγε τελικά τη στράτευση, αλλά η απασχόλησή του ως σχεδιαστής της μονάδας του ήταν μία καλή προθέρμανση για τη μετέπειτα πορεία του. Μετά την αποστράτευσή του επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, αφού δεν έβρισκε δουλειά στη Γαλλία, κι εργάστηκε σε παιδικές εκδόσεις.
Το 1951 έκανε ξανά τη διαδρομή Νέα Υόρκη - Παρίσι για ν’ αναλάβει μια θέση σε πρακτορείο ειδήσεων. Το 1955 συνεργάστηκε με τον βέλγο κομίστα Μορίς στη συγγραφή των ιστοριών του Λούκι Λουκ, του «φτωχού και μόνου καουμπόι» που «πυροβολεί γρηγορότερα και από τη σκιά του». Ο Μορίς είχε ξεκινήσει τη σειρά από το 1946, αλλά οι καλύτερες ιστορίες του Λούκι Λουκ γράφτηκαν από τον Γκοσινί.
Εν τω μεταξύ είχε γνωρίσει τον κομίστα Αλμπέρ Ουντερζό, με τον οποίο ξεκίνησε μία μακροχρόνια συνεργασία που κορυφώθηκε με τις περιπέτειες του Αστερίξ. To 1957 συνεργάστηκαν στις βραχυχρόνιες σειρές κόμιξ «Benjamin et Benjamine» κι ένα χρόνο αργότερο σε μία πιο επιτυχημένη σειρά με τίτλο «Ούμπα-Πα ο Ευρυθόδερμος» («Oumpah-Pah le Peau-Rouge»).
Το 1959 ο Γκοσινί ίδρυσε το χιουμοριστικό περιοδικό «Pilote» («Πιλότος») και τον ίδιο χρόνο σε συνεργασία με τον Ουντερζό άρχισε να εκδίδει τη σειρά «Αστερίξ ο Γαλάτης» («Astérix le Gaulois»), που αφηγείται τις περιπέτειες ενός μικροσκοπικού γαλάτη φύλαρχου, ονόματι Αστερίξ, την εποχή που ο Ιούλιος Καίσαρας είχε κατακτήσει την πατρίδα του τη Γαλατία.
Η μεγάλη επιτυχία του Αστερίξ
Ο Αστερίξ και ο ευτραφής φίλος του Οβελίξ ανήκουν στη μοναδική ανυπότακτη φυλή της Γαλατίας και οι ρωμαίοι κατακτητές εικονίζονται ως αδέξιοι και ανόητοι. Την εποχή της έκδοσης του Αστερίξ είχε αρχίσει η θητεία του στρατηγού Σαρλ Ντε Γκολ στην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας και η σειρά αντικατοπτρίζει ορισμένα πολιτικά συναισθήματα που ήταν ευρέως διαδεδομένα εκείνη την εποχή. Να ληφθεί υπόψη ότι «Γκολ» στα γαλλικά σημαίνει «Γαλατία».
Η σειρά γνώρισε μεγάλη επιτυχία παγκοσμίως. Έχει μεταφραστεί σε τουλάχιστον 100 γλώσσες και διαλέκτους, ενώ οι πωλήσεις της έχουν ξεπεράσει τα 20 εκατομμύρια αντίτυπα. Ορισμένες από τις περιπέτειές του μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, έγινε επιτραπέζιο παιγνίδι και βιντεοπαιγνίδι, καθώς και θεματικό πάρκο στο Παρίσι.
Το 1965, σε συνεργασία με κομίστα Μαρσέλ Γκοτλίμπ, παρουσίασε τη σειρά «Les Dingodossiers» και το 1968 με τον σχεδιαστή Ζαν Ταμπαρί τις ιστορίες του ραδιούργου βεζίρη Ιζνογκούντ («Iznogoud») που «θέλει να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη», ανατρέποντας τον καλό χαλίφη της Βαγδάτης. Το 1959 εξέδωσε σε σχέδια του Ζαν-Ζακ Σενπέ τη σειρά παιδικών βιβλίων «O Μικρός Νικόλας» («Le Petit Nicolas»), με ήρωα τον Νικόλα, ένα ατίθασο μα καλό παιδί.
Για τη συνεισφορά του στην όγδοη τέχνη, ο γάλλος πρόεδρος Σαρλ Ντε Γκολ τον έχρισε Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών το 1967.
Ο Ρενέ Γκοσινί πέθανε στις 5 Νοεμβρίου 1977 από καρδιακή ανακοπή στο ιατρείο του καρδιολόγου του στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια εξέτασης ρουτίνας. Ήταν μόλις 51 ετών και παντρεμένος από το 1967 με τη Ζιλμπέρτ Πολαρό-Μιλό (1943-1994), με την οποία απέκτησε το επόμενο έτος μία κόρη, τη συγγραφέα Αν Γκοσινί.
Πηγή: sansimera.gr