Θεωρείται ένας από τους επιδραστικότερους μουσικούς του ραπ, παρά τη σύντομη καριέρα του, με στίχους που θίγουν με οξύ τρόπο τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η μαύρη κοινότητα των αμερικανικών μεγαλουπόλεων.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Λεσέιν Πάρις Κρουκς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 16 Ιουνίου 1971 στο Ανατολικό Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Ήταν γιος της Αφένι Σακούρ (γεννημένη ως Άλις Φέι Γουίλιαμς), μαχητικού στελέχους της ριζοσπαστικής οργάνωσης «Μαύροι Πάνθηρες», η οποία τον ονόμασε Τουπάκ Αμάρου, από το όνομα του περουβιανού επαναστάτη και απογόνου του τελευταίου βασιλιά των Ίνκας, που εκτελέστηκε από τους ισπανούς κατακτητές το 1781. Πατέρας του ήταν ο Μπίλι Γκάρλαντ, στέλεχος, όπως και η μητέρα του, των «Μαύρων Πανθήρων».
Οι συχνές μετακινήσεις της οικογένειάς του καθόρισαν την παιδική του ηλικία. Το 1986 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Βαλτιμόρη, όπου ο νεαρός Σακούρ φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών και διακρίθηκε για τις επιδόσεις του. Προτού όμως αποφοιτήσει, η οικογένειά του εγκατάστησε στο Μάριν Σίτι της Καλιφόρνιας. Εκεί ο Σακούρ βγήκε στους δρόμους, πουλώντας ναρκωτικά και συμμετείχε στην κουλτούρα των συμμοριών που αργότερα θα παρείχε αρκετό υλικό για τους στίχους του.
Ξεκίνημα με τους Digital Underground
Το 1990 ξεκίνησε την καλλιτεχνική του διαδρομή εντασσόμενος στους Digital Underground, ένα ραπ συγκρότημα με έδρα το Όκλαντ της Καλιφόρνιας, που είχε ήδη γνωρίσει επιτυχία με το σινγκλ «The Humpty Dance». Ο Σακούρ έπαιξε σε δύο άλμπουμ του συγκροτήματος το 1991 («This is a EP Release» και «Sons of the P»), και τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ με τίτλο «2Pacalypse Now», που μουσικά και στιχουργικά ήταν κοντά στα έργα των Public Enemy και των N.W.A. Η έλλειψη ενός σινγκλ περιόρισε τη μετάδοσή του από το ραδιόφωνο, αλλά το άλμπουμ είχε εξαιρετικές πωλήσεις, ειδικά όταν ο ρεπουμπλικάνος αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Νταν Κουέιλ επέκρινε το τραγούδι «Soulja's Story» κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 1992.
Πρώτη εμφάνιση στον κινηματογράφο
Την ίδια χρονιά ο Σακούρ έκανε την εμφάνισή του στον κινηματογράφο, ακολουθώντας το παράδειγμα των ομοτέχνων του Ice Cube και Ice-T, και πρωταγωνίστησε στην αστυνομική περιπέτεια «Juice». Την επόμενη χρονιά πρωταγωνίστησε μαζί με την Τζάνετ Τζάκσον στο ερωτικό δράμα του Τζον Σίνγκλετον «Έρωτας στους Δρόμους της Βίας» («Poetic Justice») και κυκλοφόρησε το δεύτερο άλμπουμ του «Strictly 4 My N.I.G.G.A.Z». Και το δεύτερο άλμπουμ δεν απομακρύνθηκε πολύ από τον ακτιβιστικό λυρισμό του πρώτο του, αλλά τα σινγλ «Holler If Ya Hear Me» και «Keep Ya Head Up» ακούστηκαν πολύ από το αμερικανικό ραδιόφωνο κι έγιναν επιτυχίες.
Με τη φήμη και την επιτυχία του να μεγαλώνει, ο έλεγχος των αρχών για τον τρόπο ζωής του γκάγκστα Σακούρ έγινε πιο στενός. Μία σειρά συλλήψεων κορυφώθηκε με την καταδίκη του για σεξουαλική επίθεση το 1994 και φυλακίστηκε, όταν το τρίτο άλμπουμ του, «Me Against the World», κυκλοφόρησε το 1995. Ο Σακούρ αποφυλακίστηκε ύστερα από οκτώ μήνες και υπέγραψε με την «Death Row Records», τη δισκογραφική εταιρεία του Σουτζ Νάιτ, στην οποία κυκλοφόρησε το άλμπουμ «All Eyez on Me» (1996).
Ο διπλός αυτός δίσκος ήταν ένας παιάνας για την «αλήτικη ζωή» την οποία αυτός ενσάρκωνε. Ανέβηκε αμέσως στο Νο1 του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών και πούλησε περισσότερα από πέντε εκατομμύρια αντίτυπα τον πρώτο χρόνο της κυκλοφορίας του. Αξιοποιώντας την επιτυχία του αυτή ο Σακούρ επέστρεψε στο Χόλιγουντ και πρωταγωνίστησε στην ταινία δράσης του Τζούλιεν Τεμπλ «Ο Διεφθαρμένος» («Bullet», 1996) και τη δραμεντί «Στα Πλοκάμια της Γραφειοκρατίας» («Gridlock’d», 1997).
Η δολοφονία του
Το απόγευμα της 7ης Σεπτεμβρίου 1996, ο Σακούρ έφυγε από ένα καζίνο του Λας Βέγκας, όπου είχε παρακολουθήσει τον πυγμαχικό αγώνα του φίλου του Μάικ Τάισον με τον Μπρους Σέλντον, όταν πυροβολήθηκε από έναν άγνωστο. Το συμβάν, το οποίο πιστεύεται από πολλούς ως αποτέλεσμα μιας συνεχιζόμενης αντιπαλότητας μεταξύ των κοινοτήτων ραπ της Ανατολικής και Δυτικής Ακτής, συγκλόνισε τον κόσμο της μουσικής και όχι μόνο.
Ο Τουπάκ Σακούρ διακομίσθηκε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Νότιας Νεβάδας, όπου άφησε την τελευταία του πνοή έξι ημέρες αργότερα, στις 13 Σεπτεμβρίου 1996.
Παρά τη σύντομη καριέρα του, ο Τουπάκ Σακούρ άφησε διαρκή κληρονομιά στην κοινότητα του χιπ-χοπ. Η δημοτικότητά του δεν κόπασε μετά το θάνατό του και αυτό οφείλεται και σε μία σειρά από δίσκους του που κυκλοφόρησαν τα επόμενα χρόνια.
Πηγή: sansimera.gr