MENU

Πρωτοήρθα στα Φερόε, το ’94. Τα τσάρτερ ήταν μακρινή πολυτέλεια. Τρεις πτήσεις, ενδιάμεσες αναμονές, στο τέλος κι ένα φέρι αφού σε άλλο νησί ήταν το αεροδρόμιο και σε άλλο το ξενοδοχείο και το γήπεδο.

Ξεκινούσες πρωί απ’ την Αθήνα, έφτανες στο Τόφτιρ αργά βράδι. Το δε στάδιο για το ματς τώρα, τότε δεν υπήρχε. Κατασκευάστηκε, χρόνια αργότερα. Στο ύψος των ελάχιστων στάνταρντ. Ειδάλλως, θα έπαιζαν τους εντός έδρας αγώνες στη Νορβηγία. ‘Η στη Σκωτία.

Είκοσι ένα χρόνια μετά, το στάδιο κοσμεί πια την πρωτεύουσα, το Τόρσχαβν, τα τσάρτερ είναι κάτι αυτονόητο, μπαίνεις στην Αθήνα και σε πέντε ώρες φτάνεις, το δε φέρι περιττεύει αφού στο μεταξύ τα πιο σημαντικά νησιά του συμπλέγματος συνδέονται με υποθαλάσσια τούνελ. Αλλ’ η ομάδα δεν έκανε, ακριβώς, πέντε ώρες να φτάσει. Εκανε πέντε ώρες…και ένα εικοσιτετράωρο! Όχι κάτι τρομακτικό. Ενας κόπος, ωστόσο. Και τον νιώθεις δυο φορές, εάν είσαι νοητικά απροετοίμαστος ότι θα τον υποστείς. Υπήρξαν μια σειρά από ανατροπές στα σχεδιασμένα, και τα logistics είναι πάντοτε πιο δύσκολο ν’ αντιμετωπιστούν όταν προκύπτει η αναποδιά μες στη νύχτα.

Συμβαίνουν. Είναι γεγονότα. Δεν είναι δικαιολογίες. Κάποτε, το ηφαίστειο της Ισλανδίας είχε κλείσει τα ευρωπαϊκά αεροδρόμια. Η Μπαρσελόνα πήγε να παίξει ημιτελικό Τσάμπιονς Λιγκ με την Ιντερ, Βαρκελώνη-Μιλάνο…με πούλμαν. Μπήκαν Κυριακή πρωί, έφτασαν Δευτέρα μεσημέρι, αγωνίστηκαν Τρίτη. Ο Πεπ είπε πως αυτό που τους συνέβη μια φορά στη ζωή, στις ισπανικές ομάδες της Segunda συμβαίνει πολλές φορές, όχι στη ζωή, σε μόνο μία σεζόν. Να διασχίζουν ατελείωτες αποστάσεις, με τα λεωφορεία.

Είδα, αυτές τις περίπου 30 ώρες, Ελληνες διεθνείς σε στιγμές εκνευρισμού. Πράγματι, δεν είναι απλό. Μία απόπειρα προσγείωσης, κι ύστερα ψηλά. Δεύτερη, κι ύστερα πάλι ψηλά. Επειτα, ανακοίνωση ότι, ενώ πρακτικά είχαν φτάσει, τους έμεναν άλλες δύο ώρες μες στο αεροσκάφος για την αναδίπλωση ως την Κοπεγχάγη. Στην οποία Κοπεγχάγη, έγινε μπέρδεμα με τα ξενοδοχεία, πήγαν πρώτα σ’ εκείνο όπου έμεναν οι Σέρβοι (κι ο Τοροσίδης με τον Μανωλά έπεσαν πάνω στον Λιάιτς!), ό,τι ξεφόρτωσαν το ξαναφόρτωσαν, πήγαν στο επόμενο όπου η ενημέρωση ήταν για 60-65 διαθέσιμα δωμάτια τα οποία όμως, στην πραγματικότητα, ήταν καμιά τριανταριά. Κι ως το μεσημέρι της Παρασκευής, κανείς να μη ξέρει τι έπεται και πώς.

Θα συμβεί, στη ζωή του επαγγελματία. Με περισσότερες πιθανότητες, σε τέτοιους προορισμούς. Δεν μπορώ να πω ότι είδα διάθεση δικαιολογιών. Και ελπίζω να μη χρειαστεί να χρησιμοποιηθούν, εκ των υστέρων. Εννοείται, ποτέ δεν είναι εύκολο όταν κάτι είναι «υποχρεωτικό» να το κερδίσεις. Ούτε τόσο παίξε-γέλασε, όσο η ανοησία που διακινείται στον περίγυρο, ότι κάτι τέτοια γίνονται και «δίχως προπονητή». Δίχως προπονητή, θα κάνεις τη δουλειά με τη Γερμανία ή την Αργεντινή. Με το Λίχτενσταϊν, εκεί κατ’ εξοχήν χρειάζεται προπονητής. Να βάλει το μυαλό του ποδοσφαιριστή, στο σωστό πλαίσιο σκέψης και προσέγγισης. Τον Φερνάντο Σάντος που ήξερε τον Ελληνα, αυτά τα παιγνίδια τον τσίτωναν. Όχι τα «ντέρμπι».

Σε σχέση με τον Νοέμβριο, εδώ και τώρα είναι πιο εύκολο να πιστέψει ο (Ελληνας) ποδοσφαιριστής ότι, εάν δεν παίξει στο 100%, δεν νικάει ούτε τα Φερόε. Όπως Καραϊσκάκη. Δεν έτυχε, δεν το έκλεψαν, ο Τοροσίδης τους είπε μπράβο επειδή έπαιξαν καλύτερα και το σωστό της ημέρας ήταν ότι νίκησαν. Τον Νοέμβριο, στην παγκόσμια κατάταξη, μας χώριζαν 169 σκαλοπάτια. Ποτέ δεν έχει καταγραφεί νίκη, ομάδας σε τέτοια απόσταση απ’ τον αντίπαλό της. Επτά μήνες μετά, τα 169 σκαλοπάτια έχουν γίνει μόλις 77. Εμείς (από νούμερο-7 στις αρχές του 2014) έχουμε πέσει στο 25, αυτοί πλησιάζουν στην πρώτη εκατοντάδα, αυτή τη στιγμή είναι 102. Και γηπεδούχοι.

Επίσης, 20+ χρόνια έκτοτε, πλέον δεν είναι για 5+5 γκολ. Μετά Καραϊσκάκη, τον Μάρτιο πήγαν στο Πλοϊέστι. Ηττήθηκαν απ’ τη Ρουμανία 1-0, με τρελή ευκαιρία στο φινάλε ν’ αρπάξουν ισοπαλία. Η δε Εθνική, ακόμη 6η είναι, ακόμη ένα γκολ μετρά για ενεργητικό, ακόμη δεν έχει νίκη, οπότε μάλλον πρόκειται περί «θείας τύχης» ότι δεν είναι ήδη, με αυτή την επίδοση σε πέντε αναμετρήσεις, νοκ-άουτ. Ο,τι δεν έχει τελειώσει, το κυνηγάς, είναι επαγγελματική υποχρέωση, δεν το αφήνεις. Ματς-ματς, και κάθε φορά βλέπεις τις επόμενες συντεταγμένες. Ωσπου να τελειώσει. Η βασική διαφορά, προς το παρόν δεν καταγράφεται στα νούμερα του ομίλου. Η ομάδα είναι, ξανά, καλό γκρουπ. Η ομάδα, όχι μόνον οι 23 παίκτες, όλοι, ό,τι κάνουν στο εξής, θα το κάνουν μαζί.

Ισχύει, και για τα Φερόε, ο σχηματισμός Βουδαπέστης, ένα 4-1-4-1, αλλά στο πιο πιεστικό. Στο πιο δημιουργικό. Άλλο, να είναι εξάρι ο Κυριάκος Παπαδόπουλος. Άλλο, ο Σάμαρης. Και οι δύο εσωτερικοί μέσοι μπροστά απ’ το εξάρι, αυτοί κρατάνε στα χέρια τους την υπόθεση. Με την κίνησή τους, ανάμεσα στις δύο τετράδες (αμυντικοί/μέσοι) των Φερόε. Πίσω απ’ τους μέσους τους, κατά μέτωπον επάνω στους αμυντικούς τους. Διεισδύσεις και κάθετες. Αμα η μπάλα βγει στο πλάι και ξεκινήσουν οι ελληνικές σέντρες, αυτομάτως οι πιθανότητες συρρικνώνονται.

Σε σχέση με τον Μάρτιο στη Βουδαπέστη, η ομάδα εμφανίζεται (με το δείγμα των προπονήσεων) πιο δυνατή στο «9». Αντί του σκιώδους Κλάους που σε όλες τις φάσεις οι προσαγωγοί του τον έκαναν να ξεμένει ένα κλικ μακρυά απ’ τη μπάλα όταν είχε σημασία να τη φτάσει, τώρα ο Μήτρογλου σε αγωνιστική κατάσταση που θυμίζει πάλι κάτι από Βουκουρέστι, πλέι-οφ για Μουντιάλ. Η αίσθηση είναι πως αυτό που του λείπει, είναι το ένα σημαντικό γκολ για να ξαναφύγει προς τα εμπρός.

Φερόε, 21 χρόνια μετά!