MENU

Ο Βαγγέλης Μαρινάκης είχε αγοράσει την ομάδα από τον Σωκράτη Κόκκαλη, είχε βρει στον πάγκο τον Εντβαντ Λίνεν ο οποίος απολύθηκε πριν καν προλάβει να κοουτσάρει την ομάδα, είχε φέρει στον πάγκο τον Ερνέστο Βαλβέδρε, είχε κάνει την εντυπωσιακή –σε κόστος- μεταγραφή του Ριέρα (θα ακολουθούσαν μερικές ακόμη ακριβές αλλά όχι τόσο ουσιαστικές), έβαζε πλώρη για την προεδρία της Σούπερ Λίγκας και είχε δημιουργήσει μία πολύ θετική δυναμική γύρω από την παρουσία του και τις πρώτες του ενέργειες. 

Επικοινωνιακά, στον Ολυμπιακό, εργάστηκαν πολύ στην κίνησή του να ξοδέψει τόσα χρήματα σε εποχή κρίσης, πρόβαλαν –υπερβολικά- την μεταγραφή Ριέρα, έδωσαν βάρος στον τεχνοκρατικό χαρακτήρα της πρώτης ομάδας των στενών του συνεργατών, πρόταξαν το ζήτημα του «νοικοκυρέματος» της ομάδας (λέξη στην οποία όλοι δίνουν διαφορετικό περιεχόμενο), «έπαιξαν» πολύ με το θέμα της φιλίας του με τον Νίκο Πατέρα που θα λειτουργούσε θετικά για το ελληνικό ποδόσφαιρο. 

Ο πρώτος στόχος της ομάδας είχε οριστεί η κατάκτηση του πρωταθλήματος και η επιστροφή στους ομίλους του Τσαμπιονς Λιγκ, γιατί διαφορετικά, η ομάδα θα είχε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα, με δεδομένο ότι είχαν ήδη ξοδευτεί πολλά χρήματα και ερχόταν και το περιοριστικό financial fair play. 

Είχε προηγηθεί μία ομιλία του με την ανάληψη της συνολικής ευθύνης της ομάδας όπου ο ίδιος ο Β. Μαρινάκης είχε μιλήσει για μία ομάδα που θα έπαιζε επιθετικό και θεαματικό ποδόσφαιρο, αυτάρκη οικονομικά, μία ομάδα που θα έδινε βάρος στην ελληνοποίηση και που ανάμεσα στους στόχους της, ήταν «να υπάρχει μία φανέλα της ομάδας σε κάθε ελληνικό σπίτι».

Ενα χρόνο μετά, το αρχικό σχέδιο είχε την πρώτη ανατροπή καθώς η πώληση του Ριέρα με τον πιο τελεσίδικο τρόπο, βάζει τέλος σε αυτή την σύντομη πρώτη περίοδο του Β. Μαρινάκη. Και λέω ότι η περίοδος αυτή έκλεισε γιατί ο Ριέρα ήταν –ή πιο σωστά πολλοί ήθελαν να γίνει- η σημαία μιας νέας ομάδας, παίζοντας μάλιστα στην θέση του μεγάλου αρχηγού. Του Τζόρτζεβιτς, που μέχρι τότε το κενό του καλυπτόταν με αλχημείες αφού δεν υπήρχε παίκτης που να έχει «καθαρά» την θέση. Από μία παράξενη σύμπτωση, με την αποχώρηση του Ριέρα -που ποτέ δεν έπαιξε όσο όλοι περίμεναν ή ήλπιζαν- ούτε τώρα υπάρχει. Οπως δεν υπάρχει ο ηγέτης που όλοι θα ήθελαν. 

Από εκείνη την σεζόν του 2011/12 και μετά, το αρχικό σχέδιο, θα γνωρίζει αλλεπάλληλες τροποποιήσεις που δεν θα καλυτερεύουν ούτε την ομάδα, ούτε το περιβάλλον του ποδοσφαίρου. Η θητεία του Μαρινάκη στην προεδρία της Σούπερ Λίγκας υπήρξε απογοητευτική σε σχέση ακόμη και με όσα είχε διακηρύξει, ο ιδιος πλέον που έχει στρεψει πολύ κόσμο εναντίον του αντιμετωπίζει βαρειές κατηγορίες για κακουργηματικές πράξεις, οι προπονητές άρχισαν να διαδέχονται ο ένας τον άλλο και μάλιστα να αποπέμπονται με, κάθε άλλο παρά, επαρκείς αιτιολογίες και η ελληνοποίηση πήγε περίπατο.

Η ποιότητα των ποδοσφαιριστών που έρχονται στον σύλλογο πέφτει διαρκώς συνακόλουθα και η ποιότητα του ποδοσφαίρου που παίζει η ομάδα, όπως φυσικά και ο μέσος όρος των εισιτηρίων (κάτι που δεν εξηγείται μόνο από την οικονομική κρίση) και το μόνο που πηγαίνει καλά είναι ο τομέας των εσόδων της ομάδας. 

Τα έσοδα του Τσάμπιονς Λιγκ καθώς και εκείνα από τις πωλήσεις ποδοσφαιριστών δείχνουν πως από το αρχικό σχέδιο, εκείνο που κρατήθηκε ήταν μόνο το οικονομικό μέρος, στο μεγαλύτερο μέρος του. Η δικαστική εμπλοκή και η καταδίκη του Λαυρεντιάδη, «πάγωσαν» το ζήτημα της απόκτησης του 100% της εταιρείας διαχείρησης του γηπέδου όπως και της αποπληρωμής του. 

Ως φαίνεται, εκείνη η αντίληψη που κυριάρχησε στον σχεδιασμό της φυσιογνωμίας της ομάδας ηταν η μετατροπή της σε μία «Πόρτο των Βαλκανίων» αλλα χωρίς τις αγωνιστικές επιτυχίες των Πορτογάλων. Πέντε σχεδόν χρόνια μετά, με έναν ακόμη προπονητή υπ’ ατμόν και ένα ρόστερ που θέλει –πάλι- ξεκαθάρισμα είναι εύλογο να αναρωτηθεί κάποιος. 

Που ακριβώς βρίσκεται η πρόοδος της ομάδας έξω από την πορεία των εσόδων της;

Είναι κατανοητό πως όταν μπαίνεις σε ένα τέτοιο επιχειρηματικό πεδίο όπως το ελληνικό ποδόσφαιρο και μάλιστα με τις συνθήκες που αντιμετώπισε ο Β. Μαρινάκης ένα χρόνο πριν, δεν μπορείς να έχεις ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο. Χρειάζονται μικρά βηματα, προσπάθειες οικονομικής εξασφάλισης και πολλή «επικοινωνία» για να δημιουργηθούν εντυπώσεις. 

Η αξιολόγηση της παρουσίας του Β. Μαρινάκη στην προεδρία της Σούπερ Λίγκας, όπως εγραψα πιο πάνω, κάθε άλλο παρά θετική ήταν αλλά αυτό είναι αντικείμενο ενός άλλου άρθρου που θα περιλαμβάνει και τις δικαστικές του περιπέτειες. 

Επίσης, η αξιολόγηση της παρουσίας του, γενικά, στο ελληνικό ποδόσφαιρο και τον Ολυμπιακό, θα γίνει φυσικά όταν ολοκληρωθεί. Ομως, σε αυτό το χρονικό διάστημα της παρουσίας του, μπορεί κάποιος να κάνει ορισμένες παρατηρήσεις για την εικόνα της ομάδας γιατί μάλλον είναι νωρίς για συμπεράσματα. Οπως είναι γνωστό, η δημιουργία μιάς ομάδας με διάρκεια δεν μπορεί να γίνει μόνο με αγορές παικτών και δανεισμούς αλλά και με επένδυση και δουλειά στις ακαδημίες και την επένδυση σε έλληνες –γενικά- ποδοσφαιριστές. Κάτι τέτοιο, στον Ολυμπιακό δεν έγινε και με τον τρόπο που αξιοποιήθηκαν πολλοί από τους νεαρούς που χαρακτηρίζονταν τα τελευταία χρόνια «ταλαντούχοι», δείχνει ότι τέτοια πρόβλεψη στον Ολυμπιακό, δεν υπάρχει. Θυμηθείτε, μόνο, πόσο γρήγορα εγκαταλήφθηκε το σχέδιο της «ελληνοποίησης». 

Ολες οι κινήσεις σε επίπεδο διοικητικών αλλαγών και μεταγραφών - αποδεσμεύσεων που έχουν γίνει από τον Μάιο και μετά δείχνουν πως εκείνο που προέχει είναι ο περιορισμός των δαπανών, η διασφάλιση όσο μεγαλύτερων εσόδων γίνεται σε εποχή οικονομικής κρίσης και η κατάκτηση του πρωταθλήματος για να διασφαλιστούν τα έσοδα του Τσάμπιονς Λιγκ. Απαραίτητα για να «λειτουργεί» η ομάδα. 

Οι αγωνιστικές προοπτικές όσο η ομάδα κερδίζει το πρωτάθλημα, ακόμη και με υψηλό μέσο όρο ηλικίας και μεγάλο αριθμό ξένων η δανεικών ποδοσφαιριστών, θεωρείται ότι επιτυγχάνονται αφού η προτεραιότητα είναι η οικονομική επιβίωση – σταθερότητα. Μία τέτοια ομάδα, όμως, δεν πουλάει φανέλες, δεν βοηθάει τον οπαδό να ταυτιστεί μαζί της, ούτε είναι ελκυστική, εκτός αν όλο που ζητάει ο φίλαθλος είναι θεαματικά εικοσάλεπτα με Αγροτικό Αστέρα, Ξάνθη ή Πανιώνιο. Με τις ομάδες, στην εποχή αυτού του επαγγελματικού ποδοσφαίρου η οικονομική σταθερότητα είναι η βάση. Σε αυτήν, όμως, πρέπει να κτίσεις κάτι παραπάνω σε επίπεδο διακρίσεων και θεάματος. Διαφορετικά οι «πελάτες» δεν θα έχουν λόγο να ξοδέψουν για ένα προιόν που μένει κάθε χρόνο ίδιο.

Σαν δέντρο που χάνει φύλλα (και κλαδιά)