MENU

Δεν υπάρχει δημοσιογράφος της Θεσσαλονίκης που να έζησε πάνω από εξήντα γενέθλια και να μην έχει να διηγηθεί τουλάχιστο μία ιστορία με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Κυριακίδη. Το φωτορεπόρτερ που απαθανάτισε την ιστορία μιας πόλης την οποία λάτρεψε παθολογικά και ουδέποτε την άφησε ακόμη κι όταν οι σειρήνες της Αθήνας προσπάθησαν να τον παρασύρουν. Ιστορίες που θα έκαναν να μοιάζει φτωχός ακόμη κι ένας Ονορέ ντε Μπαλζάκ.

Δεν ανήκω σ' αυτήν τη γενιά. Γεννήθηκα δυο δεκαετίες αργότερα. Τη ζηλεύω όμως... Κι αν νιώθω σε κάτι προνομιούχος και τυχερός, είναι διότι πρόλαβα να θητεύσω στο ανταποκριτικό γραφείο των «Νέων και του Βήματος» στην Αγίας Σοφίας 10 για κάτι περισσότερο από μια ντουζίνα χρόνια. Στον 1ο όροφο στο γραφείο του αείμνηστου εμβληματικού διευθυντή και επί σειρά ετών προέδρου της ΕΣΗΕΜΘ Δημήτρη Γουσίδη, όπου κάθε πρωί στις 9 ακριβώς με καλούσε για καφέ, κουβεντολόι και να μαθαίνει τα νέα των ... ποδογράφων όπως μας αποκαλούσε περιπαικτικά τους αθλητικούς συντάκτες (δήθεν ότι γράφαμε με τα ... πόδια) για τους οποίους ωστόσο έτρεφε αγάπη και σεβασμό. Στο γραφείο που παρήλαυνε καθημερινά όλη η πολιτική, τοπική αλλά και αθλητική κοινωνία της πόλης. Φροντιστήριο, ανεκτίμητο για έναν δημοσιογράφο της γενιάς μου.

Εκεί γνώρισα τον Γιάννη Κυριακίδη. Ήταν αποδέκτης του πρώτου τηλεφωνήματος - φάρσας για να ανάψουν τα αίματα. Καθημερινή συνήθεια που τα δυο Τοτέμ της δημοσιογραφικής Θεσσαλονίκης ακολουθούσαν με θρησκευτική ευλάβεια χωρίς εξαίρεση. Αμφότεροι μανιώδεις καπνιστές... Πούρων... Η μοίρα το έφερε έτσι για να αναδειχθώ πέτρα του σκανδάλου... Ακουσίως.

Στις δημοσιογραφικές αποστολές του εξωτερικού πάντοτε, ενδιάμεση στάση ήταν η Ζυρίχη. Δέλεαρ τα αφορολόγητα πούρα, τότε, που κόστιζαν μισή τιμή σε σχέση με τα ελληνικά. Montecristo νούμερο 4. Κατάφερα να πάρω πέντε κουτιά πετώντας μάλιστα εσώρουχα από τη βαλίτσα μου για να μην κινήσω υποψίες. Τα τέσσερα ήταν παραγγελία στον Γουσίδη. Κρυφά πήγα και έδωσα ένα στον κυρ-Γιάννη.

Δεν το περίμενε... Συγκινήθηκε... Με βρεγμένα μάτια από την ήδη πάσχουσα όρασή του με πιάνει από τον ώμο: «Μικρέ, να ξέρεις, στη ζωή ότι δίνεις... παίρνεις. Εμείς τελειώσαμε τώρα... Φροντίστε να αγαπήσετε αυτήν την πόλη όπως την αγαπήσαμε κι εμείς... Θα σας αγαπήσει κι αυτή... Το δικό μου το πούρο σβήνει...». Τον ευχαρίστησα κι αυτό ήταν το μυστικό μας που όμως δεν κράτησε πολύ. Ο Γουσίδης κατάλαβε... Εκτοτε δεν μου παράγγειλε πούρα... Η ζωή του σαν μύθος... Εδινε εντολές στους πολιτικούς, ανεβασμένος σε μια σκάλα που πάντοτε κουβαλούσε μαζί του για ένα «πανοραμικό καρέ» κι αλίμονο σε όποιον δεν υπάκουε. Ετυχε να βρεθώ το 1995 μαζί με τον Κυριάκο Θωμαϊδη στα εγκαίνια του «Πατουλιδείου» στη Φλώρινα, υπό τον τότε υφυπουργό Αθλητισμού Γιώργο Λιάνη, μπροστά σε ένα πλήθος χιλίων ανθρώπων. Η ομιλία διακόπηκε τρεις φορές... «Γιώργο, σταμάτα, γύρνα από εδώ...», φώναζε ο Κυριακίδης.

Ο Λιάνης δεν άντεξε... «Ρε Γιάννη, ήμαρτον, άσε να τελειώσουμε...». Κανείς δεν του χαλούσε χατίρι. Εστηνε το θέμα εν ριπή οφθαλμού, προτρέποντας ακόμη και τους νεότερους δημοσιογράφους να τον ακολουθήσουν. Η παρέα στη γειτονιά των αγγέλων συμπληρώθηκε. Πηγαίνει να συναντήσει τις σειρές του, τον Δημήτρη Γουσίδη, τον Ανέστη Πεταλίδη, τον Παναγιώτη Σπύρου. Να διαγκωνίζονται για την πρωτοκαθεδρία στις φάρσες, να αναπολούν τις στιγμές που κατέγραψαν από την πρώτη μεταπολεμική ΔΕΘ του 1951, έως τον πόλεμο των έξι ημερών αλλά και τα ουρανομίλητα ηλιοβασιλέματα του Θερμαϊκού που κοσμούσαν πάντοτε ένα κάδρο στα δημοσιογραφικά γραφεία της πόλης. Λένε ότι ουδείς αναντικατάστατος ... Σύμφωνοι... Αυτή η πόλη όμως χάνει έναν, έναν τους θρύλους της... Κι ο Γιάννης Κυριακίδης, θρύλος ανόθευτος και διαχρονικός έφυγε πλήρης ημερών για να διαβεί το Ρουβίκωνα... Καπνίζοντας το τελευταίο πούρο του και με μια μηχανή στο χέρι...

Το τελευταίο πούρο του Κυρ-Γιάννη