MENU

Ο κόουτς Αθανασόπουλος είναι η ζωντανή απόδειξη πως η θέληση και το πάθος μπορούν να οδηγήσουν στην επιτυχία. Σε περίοδο κρίσης άφησε τη θέση που είχε ως τότε σε τράπεζα και ακολούθησε την μεγάλη του αγάπη, το βόλεϊ. Τα βήματα που έκανε στην καριέρα του ήταν γρήγορα αλλά παράλληλα και σταθερά. Μετά από δύο Κύπελλα και ένα πρωτάθλημα με τον Ολυμπιακό βρέθηκε στην Τσεχία για χάρη της Προστέγιοβ ενώ ακολούθησε η μεγάλη Στουτγάρδη στη Γερμανία και η Βάσας στην Ουγγαρία. Έχοντας κατακτήσει τίτλους σε όλες αυτές τις χώρες βρέθηκε παράλληλα στον πάγκο και της εθνικής Τσεχίας κάνοντας σπουδαία πορεία και κατακτώντας το Golden League.

Η αγάπη για το βόλεϊ, η συνεχής δουλειά και η επιμονή οδήγησαν τον Αθανασόπουλο στο δρόμο των επιτυχιών και πλέον ο Έλληνας κόουτς είναι από τα πιο hot ονόματα στους ευρωπαϊκούς πάγκους. Κυρίως, όμως, δείχνει το δρόμο σε όλους όσους θέλουν να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα αλλά διστάζουν να ρισκάρουν.

 

Είστε μια περίπτωση που αποδεικνύει απόλυτα ότι η εργατικότητα και η επιμονή μπορούν να οδηγήσουν στην καταξίωση. Στην περίοδο της κρίσης αφήσατε δουλειά σε τράπεζα για να ασχοληθείτε full time με το βόλεϊ;

Ήταν 2012 και ήμουν 32-33 ετών. Τότε πήρα την απόφαση και σκέφτηκα όταν αν δε το τολμήσω τώρα δε θα το τολμήσω ποτέ. Αν θέλω να κάνω αυτή την κίνηση μετά από πέντε χρόνια μπορεί να μην έχω τη δυνατότητα οπότε πήρα την απόφαση να αποχωρήσω από την τράπεζα και να ακολουθήσω το όνειρό μου.

Όλα αυτά σε μια περίοδο που το βόλεϊ είχε καθοδική πορεία στην Ελλάδα.

Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που το επιχείρησα. Ήμουν στον Ολυμπιακό στις γυναίκες και έμαθα πολλά πράγματα από τον Τέλη Σωτήρχο. Συγχρόνως από το 2007 πηγαίνω κάθε χρόνο στην Ιταλία ώστε να βλέπω για τουλάχιστον 10 μέρες προπονήσεις και αγώνες. Ήταν κάτι που μου άρεσε πάρα πολύ και θα ήθελα πολύ να είμαι με κάποιο τρόπο μέσα σε αυτές τις ομάδες σαν μέλος του staff. Ήταν ονειρικό για μένα και τελικά πήρα την απόφαση να το δοκιμάσω και να κάνω τα πάντα για αυτό. Σκέφτηκα ότι ακόμα και αν αποτύχω θα είμαι ακόμα νέος και θα κάνω ότι δουλειά χρειαστεί για να επιβιώσω αλλά τουλάχιστον θα έχω κυνηγήσει το όνειρό μου.

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι ένας νέος προπονητής και μάλιστα rookie το 2012 να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αθλητριών του; Και μάλιστα σε ομάδα όπως ο Ολυμπιακός τότε.

Γενικά ήμουν στο βόλεϊ και συναναστρεφόμουν με ομάδες δεν ήταν πολύ δύσκολο. Ίσως οι πρώτες 1-2 μέρες να ήταν δύσκολες αλλά μετά ήταν σαν να ανεβαίνω στο ποδήλατο. Δε με κοιτούσε κανείς στον Ολυμπιακό ώστε να κρίνει αν ήξερα ή όχι κάποια πράγματα. Βέβαια είχα περάσει αντίστοιχες σχολές, έβλεπα πάρα πολύ βόλεϊ, όλος μου ο ελεύθερος χρόνος γέμιζε με αγώνες βόλεϊ, μάθαινα παράλληλα πράγματα από τον Τέλη (Σωτήρχο) και όλο αυτό έμοιαζε με μια φυσιολογική διαδικασία οπότε δεν είχα κάποιο πρόβλημα με τις κοπέλες.

Η ανοδική πορεία ήταν ραγδαία τα τελευταία χρόνια. Η επιλογή του εξωτερικού ήταν καθοριστική σε αυτό όπως φάνηκε;

Το βόλεϊ στην Ελλάδα τότε δεν ήταν σε πολύ υψηλό επίπεδο ενώ αντίθετα στο εξωτερικό ήταν σ πολύ καλό επίπεδο, κυρίως σε επίπεδα οργάνωσης. Οι Έλληνες προπονητές έχουν καλό επίπεδο γνώσεων και αντίληψης. Γενικά είμαστε έξυπνοι σαν λαός και έχουμε έξυπνους προπονητές αλλά σε θέματα οργάνωσης είδα μεγάλη διαφορά στον εξωτερικό και θεωρώ καθοριστικό το ότι έφυγα έξω. Στο εξωτερικό είδαν οι ομάδες τον τρόπο με τον οποίο δουλεύω και άρχισαν να με εμπιστεύονται.

Η Προστέγιοβ πως προέκυψε σαν πρώτος προορισμός εκτός Ελλάδας;

Η Σόνια (Μποροβίντσεκ) δεν ήθελε να φύγει από την Ελλάδα γιατί δε θα ήμασταν μαζί. Προσπάθησα να την πείσω και με κάποιες γνωριμίες προέκυψε η Προστέγιοβ ενώ ταυτόχρονα υπήρχε για μένα πρόταση να αναλάβω τις ακαδημίες της ομάδας. Όταν πήγα, όμως, είδα ότι τα δικά τους αγγλικά και τα δικά μου τσεχικά δεν ήταν καλά οπότε δεν ήταν εύκολο να κοουτσάρω. Σιγά σιγά πήγαινα στις προπονήσεις της γυναικείας ομάδας, βοηθούσα, είχα ρόλο assistant και συγχρόνως μάθαινα πολλά πράγματα. Ήταν ένα μεγάλο σχολείο για μένα.

Το επόμενο βήμα ήρθα πολύ γρήγορα και μάλιστα σε ένα δυνατό πρωτάθλημα και σε μια πολύ καλή ομάδα, τη Στουτγάρδη.

Όταν πήγα στη Στουτγάρδη προπονητής ήταν ο Γκριγέρμο Ναράνχο. Έγινε μια επαφή μέσω γνωστών, κάναμε κάποια συνέντευξη και έμεινε εντυπωσιασμένος από αυτά που ήξερα για το βόλεϊ. Τότε η ομάδα ήταν 9η στη Bundesliga και δεν ήταν από τα μεγάλα ονόματα του πρωταθλήματος. Έγινε τότε το πρώτο βήμα και είμαστε πλέον εδώ που είμαστε.

Χρόνο με το χρόνο ανέβαινε η πίεση στη Στουτγάρδη; Ειδικά όταν άρχισε η ομάδα να κατακτά και να διεκδικεί τίτλους.

Όταν αρχίζουν οι επιτυχίες όλοι αρχίζουν να έχουν απαιτήσεις. Όταν ανέλαβα πρώτος προπονητής είχε ρίξει το μπάτζετ η ομάδα και ο στόχος ήταν να φτάσουμε στα ημιτελικά. Την πρώτη χρονιά πήγαμε στον τελικό και πήραμε και 3η θέση στο CEV Cup ενώ φτάσαμε και στον ημιτελικό του Κυπέλλου. Την επόμενη χρονιά πήραμε το πρωτάθλημα και μετά προέκυψε ο Covid. Την ίδια χρονιά χάσαμε το Κύπελλο με 17-15 στο τάι μπρέικ. Σε αυτό το ματς δημιουργήθηκαν κάποιοι κλυδωνισμοί τους οποίους είδαμε την επόμενη σεζόν. Στο ξεκίνημα της επόμενης σεζόν στο πρώτο ματς είχαμε κρούσματα κορονοϊού οπότε μείναμε όλοι 14 μέρες μέσα στο σπίτι. Ήταν πολύ σκληρά τα μέτρα στη Γερμανία και δεν μπορούσαμε να βγούμε καθόλου. Αμέσως μετά την καραντίνα σε πέντε μέρες έπρεπε να ξεκινήσουμε τα ματς. Σε 19 μέρες παίξαμε 7 ματς, είχαμε 18-1 σετ αλλά χάσαμε το έβδομο ματς. Τότε ο πρόεδρος της ομάδας έκανε κάποιες δηλώσεις στον τύπο χωρίς να έχει μιλήσει πρώτα μαζί μου. Θεωρώ πως έπρεπε πρώτα να το συζητήσει μαζί μου, έτσι κάνουν οι ομάδες και οι οικογένειες, και τότε θεώρησα ότι πρέπει να παραιτηθώ. Προσπάθησαν να με μεταπείσουν αλλά έχω κάποιες αρχές σαν άνθρωπος και αποφάσισα να μη συνεχίσω στη Στουτγάρδη.

Μιλάμε για το ιταλικό και το τουρκικό πρωτάθλημα ως δύο από τα κορυφαία αλλά ο ανταγωνισμός και οι ισορροπίες στη Γερμανία μήπως είναι πιο λεπτές;

Σίγουρα, πιστεύω πως το γερμανικό πρωτάθλημα είναι ένα πολύ καλό βήμα για τις rookie παίκτριες ειδικά από Αμερική αλλά και γενικά για τις νεαρές παίκτριες. Όταν κάποια αθλήτρια κάνει καλή σεζόν στη Γερμανία ο αμέσως επόμενος προορισμός είναι συνήθως η Ιταλία ή η Πολωνία.

Βλέπουμε αρκετούς Έλληνες και Ελληνίδες στη Γερμανία τα τελευταία χρόνια. Είναι ιδανικός προορισμός;

Είναι πολύ καλός προορισμός ειδικά όταν πηγαίνεις σε μικρή ηλικία. Τα γερμανικά κλαμπ είναι πάρα πολύ καλά οργανωμένα, ίσως περισσότερο και από την Ιταλία, και μαθαίνουν πως να είσαι επαγγελματίας αθλητής. Μεταβιβάζουν κάποιες αρχές και δουλεύουν σε υψηλό επίπεδο.

Στην Ελλάδα οι αθλητές πολλές φορές θέλουν και λίγο ευελιξία και χαλαρότητα. Στη Γερμανία και την Ουγγαρία ζητάνε περισσότερο τη φωνή και την αυστηρότητα;

Στη Γερμανία δε νομίζω. Στην Ουγγαρία οι πρώτες δύο βδομάδες είναι πρόκληση για μένα. Στη συνέχεια το βρήκαμε, όμως, και έμαθα τις κοπέλες και αυτές έμαθαν εμένα και τα πήγαμε πολύ καλά. Σίγουρα, όμως, οι παίκτες που πάνε στο εξωτερικό είναι απόλυτα συγκεντρωμένοι στο βόλεϊ. Όταν είσαι στον τόπο σου έχεις φίλους, οικογένεια κλπ οπότε μπορεί κάπου να χαλαρώσεις αλλά όταν πηγαίνεις σε άλλη χώρα έχεις απόλυτη συγκέντρωση σε αυτό.

Η πρώτη σεζόν με τη Βάσας ήταν εντυπωσιακή. Έχοντας κάνει τρεμπλ ο επόμενος στόχος αρχίζει να γίνεται και η ευρωπαϊκή διάκριση;

Ξεκινήσαμε χωρίς διαγώνια τη σεζόν. Ήρθαμε στο τουρνουά της Σαντορίνης χωρίς διαγώνια καθώς η αθλήτρια που είχαμε πάρει ήρθε και δεν μπορούσε να περπατήσει λόγω κάποιας επέμβασης. Συγχρόνως χάσαμε το λίμπερο μας. Όταν παίξαμε με την Άλμπα της Όλγας (Στράντζαλη) παίξαμε χωρίς διαγώνια και χωρίς λίμπερο κόντρα σε μια πολύ δυνατή ομάδα. Παρόλα αυτά το παλέψαμε αλλά δε θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι περισσότερο κόντρα σε έναν πολύ δυνατό αντίπαλο. Μετά πήραμε διαγώνια και λίμπερο και στην Ουγγαρία μέχρι τους τελικούς δε χάσαμε κανέναν αγώνα και παίξαμε πολύ καλό βόλεϊ.

Η πρώτη επαφή με την εθνική ομάδα της Τσεχίας έγινε λόγω του περάσματος από την Προστέγιοβ;

Όσο και αν δε θέλω να το πιστεύω έπαιξε σημαντικό ρόλο το πέρασμα από την Προστέγιοβ. Δεν ήθελα να πάρω κάποια εθνική ομάδα γιατί τα καλοκαίρια ήθελα να είμαι με την οικογένειά μου. Με προσεγγίσανε με πολύ ωραίο τρόπο, όμως, από την Τσεχία και άρχισα να το σκέφτομαι. Η γυναίκα μου δεν ήταν πολύ φαν αυτής της επιλογής βέβαια. Είχανε μάθει για μένα πως είμαι σαν χαρακτήρας και ότι ήξερα τα δεδομένα και τις παίκτριες της Τσεχίας ενώ και αρκετές αθλήτριες είχαν πει πως ήθελαν να δουλέψουν μαζί μου.

Αν συγκρίνουμε την Τσεχία και την Ελλάδα μπορούμε να μιλήσουμε για παρόμοιο πρωτογενές υλικό στο βόλεϊ;

Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή η Ελλάδα σαν γενιές 2003-2006 έχει πολύ καλύτερο υλικό γιατί πηγαίνω σε όλα τα camp της Τσεχίας και τα τσεκάρω. Η Ελλάδα έχει καλύτερα ταλέντα κατά την άποψή μου και προσπαθούμε να αλλάξουμε το σύστημα στην Τσεχία και να φτιάξουμε ένα σχολείο βόλεϊ στην Πράγα γιατί είδανε ότι χάσανε για τρεις γενιές αρκετά ταλέντα. Θα είναι δύσκολο να καταφέρουν να κρατήσουν την εθνική Τσεχίας στο ίδιο επίπεδο και αυτό προσπαθούμε να καλύψουμε. Η Ελλάδα έχει μεγάλα ταλέντα και υπάρχουν όλα τα εχέγγυα ώστε να διακριθούν στο μέλλον.

Τελικά οι θέσεις ξένων πόσο καλό ή κακό μπορούν να κάνουν στο κάθε πρωτάθλημα.

Η δική μου άποψη είναι πως δεν κάνει κακό. Στη Γερμανία δεν υπάρχει περιορισμός στις ξένες ενώ στην Ουγγαρία πρέπει να παίζουν τρεις γηγενής. Νομίζω ότι οι ντόπιοι αθλητές επαναπαύονται. Όταν έρχονται οι ξένοι αθλητές οι ντόπιοι είναι σε εγρήγορση και προσπαθούν να τους ξεπεράσουν κατά την άποψή μου. Έτσι μπορεί να προοδεύσει το άθλημά μας και θα βοηθήσει τους αθλητές να βελτιώνονται ώστε να γίνουν ακόμα καλύτεροι.

Η εξωστρέφεια που γίνεται κατά βάση την τελευταία δεκαετία από αθλήτριες και προπονητές είναι κάτι που μας κράτησε πίσω τα προηγούμενα χρόνια;

Τα τελευταία χρόνια πολλοί προπονητές θέλουν να βγουν προς τα έξω, σύμφωνα με αυτά που μαθαίνω. Γενικά υπάρχει η δυσκολία ότι η Ελλάδα είναι μακριά. Αν είσαι σε χώρα της κεντρικής Ευρώπης μπορεί να πάρεις απλά το αυτοκίνητο και να πας. Στην Ελλάδα πρέπει να πάρεις αεροπλάνο. Σίγουρα αν το θέλεις πολύ θα το κάνεις πάντως και βλέπω ότι η νέα γενιά το κάνει και είναι μια ευκαιρία να το αξιοποιήσουμε. Αυτό που βλέπω είναι ότι δεν υπάρχουν οι δομές. Όταν έχεις μιάμιση ώρα προπόνηση και έχει γήπεδο χωρίς δεύτερο φιλέ ή χωρίς έξτρα βοηθό δεν μπορείς να δουλέψεις σωστά. Εκεί πρέπει να στοχεύσουν οι διοικήσεις και όχι απαραίτητα στο να αγοράσουν ακριβές ξένες παίκτριες.

Που οφείλεται η βελτίωση του; Έχει να κάνει αποκλειστικά με τα μπάτζετ ή βλέπετε να υπάρχει διαφορετική προσέγγιση;

Έχει να κάνει κυρίως στο ότι επενδύσανε όλες οι ομάδες. Το ελληνικό πρωτάθλημα είναι πολύ αμφίρροπο και όλοι προσπαθούν να κάνουν μεταγραφές από πολύ νωρίς. Αυτό που μπορεί να κάνει την έκρηξη, όμως, είναι να επενδύσουν οι ελληνικές ομάδες σε γήπεδα, γυμναστήρια, staff, γυμναστές. Έτσι θα μπορέσουν να λειτουργήσουν πιο επαγγελματικά και να προοδεύσουν οι Ελληνίδες παίκτριες. Αν αυτό γίνει δε χρειάζονται οι ομάδες να ξοδεύουν μεγάλα ποσά σε ξένες αθλήτριες.

Αθανασόπουλος: «Οι Έλληνες προπονητές έχουν καλό επίπεδο γνώσεων και αντίληψης»