MENU

Στο ξεκίνημα της φετινής περιόδου μιλούσαμε, δικαίως, για ένα πρωτάθλημα με πολλές καλές ομάδες όπου ο τίτλος του ξεκάθαρου φαβορί δεν ήταν εύκολο να οριστεί. Ο Παναθηναϊκός ήταν ανεβασμένος και πιο έτοιμος από ποτέ να επιστρέψει στους τίτλους (όπως και έγινε), ο Ολυμπιακός ανασυγκροτήθηκε σε σχέση με την περασμένη σεζόν και έφερε αθλήτριες όπως η Σάλας και η Κόστα ώστε να δώσουν ποιότητα, η ΑΕΚ έφτιαξε μια αξιόμαχη ομάδα με πολύ καλό υλικό, ο ΠΑΟΚ προσπάθησε να χτίσει πάνω στην ομάδα που τον περασμένο Μάιο κατέκτησε το Κύπελλο ενώ ο ΑΟ Θήρας είχε για ακόμα μια φορά ένα γεμάτο ρόστερ με στόχο να διεκδικήσει τίτλους.

Εκτός από τις ομάδες που λίγο πολύ περιμέναμε να είναι δυνατές τα βλέμματα τράβηξαν ακόμα τρεις, ο Άρης, η Θέτιδα Βούλας και η Λαμία. Από τη μία, η Θέτιδα είχε πλάνο σύμφωνα με το οποίο έφτιαξε μια ομάδα χωρίς τεράστια συμβόλαια αλλά με ποιοτικές ξένες και αρκετές Ελληνίδες μικρές σε ηλικία αλλά έτοιμες να πρωταγωνιστήσουν. Από την άλλη, η Λαμία οφείλει πολλά στον προπονητή της, τον Ηλία Αγγελή, ο οποίος αξιοποίησε το υλικό που είχε στα χέρια του και κατάφερε να δώσει πίστη και σταθερότητα στην ομάδα του και αυτό φάνηκε όσο η σεζόν εξελίσσονταν και τα παιχνίδια γίνονταν πιο κρίσιμα. Όσο για τον Άρη ήταν η έκπληξη του πρωταθλήματος όχι γιατί δεν ήταν ικανός να μπει στην οκτάδα αλλά γιατί κατάφερε να τους εντυπωσιάσει όλους στο ξεκίνημα κάνοντας ένα μεγάλο σερί που τον κράτησε πρώτο για κάτι περισσότερο από δύο μήνες και που κατάφερε να φτάσει μέχρι τα ημιτελικά με σχετική άνεση.

Για να είμαστε δίκαιοι όλα ξεκίνησαν από τα έσοδα που μπήκαν στις ομάδες λόγω της νομοθεσίας περί στοιχήματος. Το γεγονός ότι οι ομάδες ανέβασαν το μπάτζετ τους κατά πολύ έδωσε την άνεση να φέρουν καλές ξένες ώστε να πλαισιώσουν τις Ελληνίδες αθλήτριες. Είναι αλήθεια πως η νέα γενιά έχει αρκετά ταλέντα στο χώρο του γυναικείου βόλεϊ και πολλές από αυτές έκαναν το βήμα παραπάνω. Η Ανθούλη και η Μανιατωγιάννη ήταν από αυτές που ξεχώρισαν, η Αδαμοπούλου δείχνει έτοιμη για ρόλο σε ομάδα με υψηλούς στόχους, η Αλαγιάννη είναι ώριμη παρά τη μικρή της ηλικία, η Γενιτσαρίδη δεν υστέρησε ακόμα και όταν χρειάστηκε να παίξει σε τελικούς ενώ η Νικολογιάννη έκανε μια πραγματικά καλή σεζόν.

Αυτό σημαίνει πως τα δεδομένα είναι θετικά χωρίς όμως να έχουμε πιάσει ταβάνι. Δεν είναι δυνατό αλλά ούτε και λογικό να υπάρχει μια λίγκα σαν την ελληνική όπου και οι 14 ομάδες (ή έστω οι 13 που θα βρεθούν στη μεγάλη κατηγορία του χρόνου) να είναι εξίσου υψηλού επιπέδου και άριστα οργανωμένες. Το ότι παρουσιάστηκαν 7 ομάδες σχεδόν ισάξιες και άλλες 3 ικανές να μπουν στην οκτάδα και να παλεύουν για αυτό μέχρι το τέλος δείχνει ότι η διαφορές μειώθηκαν. Ένα πρωτάθλημα χαρακτηρίζεται από τη μέση της βαθμολογίας και αυτό δείχνει το πόσο βελτιώθηκε η Volley League. Άλλες χρονιές ήταν δύσκολο να βρούμε ανταγωνιστικές ομάδες εκτός τριάδας ενώ τώρα οι προημιτελικοί, με τις οκτώ ομάδες που τους απάρτιζαν, ήταν παιχνίδια με λεπτές ισορροπίες και όλα τα αποτελέσματα ήταν ανοιχτά.

Είναι πολύ βασικό να διαχειριστούν τόσο οι ομάδες όσο και η ομοσπονδία αυτό το προϊόν ώστε να μη γυρίσουμε στα παλιά. Το εμπορικό κομμάτι, η προώθηση του και σαφώς η προβολή του είναι φλέγοντα ζητήματα ώστε όχι μόνο να παραμείνει η Volley League ανταγωνιστική και ελκυστική αλλά να κάνει ένα βήμα παραπάνω. Αυτό είναι το κλειδί ώστε να αποκτήσει την αίγλη που της αξίζει, να φέρει στα γήπεδά μας ακόμα καλύτερες αθλήτριες, να αναδείξει τις Ελληνίδες και φυσικά να ανεβάσει τα κέρδη και των ομάδων αλλά και όλων των εμπλεκομένων μερών. Αυτό μόνο θετικά αποτελέσματα θα έχει προς όλες τις πλευρές.

Η καλύτερη Volley League γυναικών των τελευταίων χρόνων