Οδηγούμενο από τους Antonio Fuoco, Miguel Molina και Nicklas Nielsen, το αυτοκίνητο είχε τερματίσει τέταρτο συνολικά, μόλις 29,666 δευτερόλεπτα πίσω από τη νικήτρια Ferrari και 1,179 δευτερόλεπτα μακριά από το βάθρο, αλλά διαπιστώθηκε ότι είχε παραβιάσει τους τεχνικούς κανονισμούς της πίσω πτέρυγας με δύο τρόπους.
Πρώτον, το τμήμα στήριξης της πίσω πτέρυγας έλειπαν τέσσερις βίδες, κάτι που η Ferrari αναγνώρισε ότι δεν ήταν σύμφωνο με τους κανόνες.
Επιπλέον, «καταγράφηκε εκτροπή της πίσω πτέρυγας 52mm κατά τη διάρκεια της δοκιμής μετά τον αγώνα, ενώ το Άρθρο 3.8.7 των Τεχνικών Κανονισμών LMH ορίζει τη μέγιστη επιτρεπόμενη εκτροπή στα 15mm», ανέφεραν οι αγωνοδίκες.
Η Ferrari υποστήριξε ότι «η υπερβολική εκτροπή συνδεόταν με τα μπουλόνια» και επέμεινε ότι δεν υπήρξε «καμία βελτίωση στην απόδοση», αλλά οι αγωνοδίκες σημείωσαν ότι η Ferrari #50 πέτυχε την υψηλότερη τελική της ταχύτητα στον 380ο γύρο από τους 387 – υπονοώντας ότι υπήρξε βελτίωση στην απόδοση χάρη στη μειωμένη αντίσταση.
Η μη συμμόρφωση του αυτοκινήτου με τους τεχνικούς κανονισμούς ήταν επαρκής λόγος για αποκλεισμό, επέμειναν οι αγωνοδίκες, αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι επεσήμαναν πως παρουσίαζε πιθανό κίνδυνο καθώς «η ακανόνιστη και ελλιπής συναρμολόγηση της πίσω στήριξης της πτέρυγας παρουσιάζει κίνδυνο δομικής αστοχίας υπό υψηλή ταχύτητα ή κόπωση».
Ο αποκλεισμός του αυτοκινήτου #50 ανεβάζει την Cadillac #12 (Lynn-Nato-Stevens) στην τέταρτη θέση, με την Toyota #7, την Porsche #5, την Cadillac #38 και κάθε άλλον διαγωνιζόμενο που κατατάχθηκε να ανεβαίνει μία θέση στην κατάταξη.