MENU
Χρόνος ανάγνωσης 6’

Ο εργατικός και ο αστικός κόσμος του Άλτμαν!

0

«Κι αν η Μακάμπι σου προσφέρει ένα εκατομμύριο δολάρια; Θα επέστρεφες;»… Ιστορίες ίντριγκας και προδοσίας! Οι αγαπημένες των δημοσιογράφων, οι αγαπημένες των οπαδών, οι αγαπημένες των συγγραφέων… Η σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου, εκείνη που ψάχνει την εκδίκηση και αρέσκεται στη μνησικακία, μπορεί ευκολότερα να προκαλέσει τη φαντασία. «Δεν πρόκειται να γυρίσω πίσω. Θέλω να πετύχω στην Χάποελ. Δεν βλέπω καν τη Μακάμπι. Δεν με ενδιαφέρουν τα λεφτά αυτή τη στιγμή. Οπότε «όχι». Κι ένα εκατομμύριο δολάρια να μου δώσουν, θα απαντήσω αρνητικά».

Ένας πληγωμένος εγωισμός και λίγο πείσμα είναι ικανά να αλλάξουν τη ζωή ενός ανθρώπου. Να αλλάξουν όλα όσα τον όριζαν μέχρι το σημείο μηδέν. Το σημείο, δηλαδή, που αποφάσισε να διαγράψει διαφορετική πορεία. «Στο σπίτι μου ήταν όλοι οπαδοί της Χάποελ κι εγώ ο ίδιος ξεκίνησα από τη Χάποελ. Έχω κι ένα βίντεο που έπαιζαν με τα κόκκινα όταν ήμουν μικρός. Ακολούθησα τον αδερφό μου εκεί που έπαιζε ποδόσφαιρο και πάντα ήθελα να του μοιάσω».

Παρόμοιες ιστορίες στην Ελλάδα υπάρχουν αμέτρητες. Το μίσος της Χάποελ Τελ Αβίβ με την Μακάμπι δεν φτάνει σε επίπεδα Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού, όμως είναι ό,τι κοντινότερο σε αιώνια διαμάχη έχουν στο Ισραήλ. Η Μακάμπι εκπροσωπεί την αστική τάξη, ο Χάποελ την εργατική και ο Ομρί Άλτμαν βρέθηκε στη ζωή του να εκπροσωπεί αμφότερες. Διηγείται πως ήταν ένα παιδί που πάντα αγαπούσε τη Χάποελ. Έπαιξε για δύο χρόνια ως πιτσιρίκι και κατόπιν δοκίμασε ένα σωρό άλλα αθλήματα. Τένις, κολύμβηση, μπάσκετ, συνεχίζοντας να παίζει ποδόσφαιρο μόνο στο σχολείο.

«Η μητέρα μου ήθελε να είμαι σε ένα σύλλογο. Κάθε χρόνο έπαιζε το σχολείο μου με την Μακάμπι και εκείνη τη χρονιά χάσαμε 4-3. Πέτυχα και τα τρία γκολ και μετά το ματς ο προπονητής ζήτησε να πάω στην ομάδα. Ο πατέρας μου το δέχτηκε και ήμουν παίκτης της Μακάμπι ως τα 16 μου». Μέχρι τότε, ο Ομρί δεν θυμόταν ότι ήταν οπαδός της Χάποελ. Ή το είχε θάψει κάτω από το χώμα, όπως ένα σκυλί θα θάψει το αγαπημένο του παιχνίδι για να γυρίσει να βρει όταν θα νιώσει την ανάγκη.

Η Ευρώπη τον γνώρισε ως παίκτη της Μακάμπι. Όταν τα πράγματα στην Αγγλία ζόρισαν εκείνος ζήτησε να γίνει ξανά παίκτης της Μακάμπι. Όμως όταν ο εγωισμός του πληγώθηκε, έψαξε να βρει το κόκαλο που θα τον έκανε να νιώσει ασφαλής. Το 2013, ο Ομρί ήταν μόλις 19 ετών. Ήταν το ταλέντο που είχε ψηθεί στην Αγγλία και επέστρεφε στην πατρίδα του να ανοιγοκλείσει μια παρένθεση πριν φύγει ξανά. Ο Πάουλο Σόουζα έψαχνε ακόμα εκείνη την εποχή να φτιάξει το όνομά του σε επίπεδο προπονητικής στην Ευρώπη. Ο Ζόρντι Κρόιφ ήταν, ήδη, ένα χρόνο γενικός αρχηγός στην ομάδα του Τελ Αβίβ. Αμφότεροι θα είναι η αιτία που θα πληγωθεί ο εγωισμός του Άλτμαν.

Με τον Πορτογάλο πρώην παίκτη του Παναθηναϊκού ξεκίνησαν καλά… «Είναι ένας παίκτης με ποιότητα και τον χρειαζόμαστε», έλεγε το καλοκαίρι ο Σόουζα όμως ο τρόπος που θα χρησιμοποιούσε τον Άλτμαν θα προκαλούσε απορίες στο Ισραήλ. Ο 19χρονος ήταν βασικός στα προκριματικά για το Champions League, είχε συμμετοχή ως βασικός στα περισσότερα ματς του ομίλου στο Europa League, όμως ήταν εξαφανισμένος στο πρωτάθλημα. Πολλοί έκαναν λόγο για κακές σχέσεις με τον προπονητή του και τον Φεβρουάριο θα έρθει η επαλήθευση…

Στον επαναληπτικό με τη Βασιλεία για τους «32» του Europa League (σ.σ. πρώτο ματς 0-0), ο Σόουζα θα αντικαταστήσει τον Άλτμαν στο 42’ της αναμέτρησης… Δεν ήταν ο καλύτερος του γηπέδου, αλλά σίγουρα δεν ήταν ο χειρότερος. «Δεν ξέρω αν μπορώ να το πω εξευτελιστικό, όμως και ο ίδιος μετά το ματς μού είπε ότι έπρεπε να περιμένει το ημίχρονο. Φαντάζομαι πως είναι ό,τι κοντινότερο σε συγγνώμη μπορεί να σου ζητήσει ένας προπονητής. Εκείνη τη στιγμή, πάντως, ήμουν πολύ πληγωμένος», θα έλεγε ο Ομρί και η συνέχεια θα τον πλήγωνε περισσότερο.

Μέχρι το τέλος της σεζόν θα παίξει μόλις 52 λεπτά σε όλα τα παιχνίδια που απέμεναν και είναι ξεκάθαρο ότι το γυαλί έχει ραγίσει. Παρότι ο Πάουλο Σόουζα θα φύγει, η Μακάμπι θα επιλέξει να τον δώσει δανεικό και από τη συμπεριφορά της θα επιλέξει να το συμπληρώσει με το… αγύριστο. «Ο Ζόρντι Κρόιφ δεν με πήρε ούτε ένα τηλέφωνο στον ένα χρόνο που έπαιζα δανεικός. Έγινε ξεκάθαρο για μένα ότι η Μακάμπι δεν ενδιαφέρεται για τους παίκτες της και δεν θα μπορούσα ποτέ να αναδειχθώ».

Το καλοκαίρι του 2015, ο Άλτμαν δέχτηκε και αποδέχτηκε την πρόταση της Χάποελ. Υπέγραψε για πέντε χρόνια και θυμήθηκε το θαμμένο κόκαλο που θα τον έκανε να νιώσει ασφάλεια. «Είμαι ένα μήνα εδώ και νιώθω σα να βρίσκομαι χρόνια. Δεν το λέω για να το ακούσουν οι οπαδοί, αλλά γιατί το πιστεύω. Εδώ είναι η οικογένειά μου». Όπως σε όλες τις οικογένειες, λοιπόν, υπήρξαν και προβλήματα. Όπως τον Ιανουάριο του 2016 που υπέστη ρήξη μηνίσκου και χρειάστηκε να χειρουργηθεί ή όπως τον προηγούμενο Σεπτέμβριο όταν η ήττα 5-0 από την Μακάμπι έφερε συνωστισμό στο προπονητικό κέντρο της Χάποελ.

«Είναι η τελευταία φορά που φοράς την κόκκινη φανέλα. Αξίζεις εσύ το νούμερο δέκα?? Μόνο να νομίζεις ότι είσαι ο Μαραντόνα ξέρεις», φώναζαν εξοργισμένοι στον Άλτμαν οι οπαδοί της Χάποελ σε ένα από τα τελευταία ματς που θα τον παρακολουθούσαν. Αρχές Δεκεμβρίου άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα και οι εκ νέου τάσεις φυγής του Ομρί. Αυτή τη φορά είναι πιο έτοιμος για την πρόκληση του εξωτερικού κι ας μην είναι όπως ακριβώς τη φανταζόταν κάποτε…

Κάποτε στην Αγγλία…

Πώς είναι άραγε να είσαι 16 ετών και να σε προσκαλούν για δοκιμή στην Αγγλία; Να σε ζητάει ο Ρόι Χόντσον, να σε προσκαλεί ο Αρσέ Βενγκέρ, να σε συγκρίνουν με τον Στίβεν Τζέραρντ και να σε παραλληλίζουν με τον Γιόσι Μπεναγιούν; Ο Ομρί Άλτμαν τα έζησε και δε χρειάζεται να αναρωτιέται… Στις αρχές Νοεμβρίου του 2010 άρχισε να γράφεται το όνομά του στον αγγλικό Τύπο. Οι προπονητές του στο Ισραήλ ανέλυαν τις δυνατότητες που έχει, τα πλεονεκτήματά του και ο ίδιος ετοιμαζόταν για μια περιπέτεια που δεν μπορούσε να φανταστεί.

Ο μάνατζέρ του ήταν αρκετά έξυπνος για να φωνάξει όλες τις αγγλικές ομάδες σε έναν αγώνα κάτω των 17 της Μακάμπι. Εκεί τον είδαν και ο πλειστηριασμός πήγε στο αουτσάιντερ. «Επέλεξα να πάω στη Φούλαμ γιατί ήθελα να μείνω στο Λονδίνο», εξήγησε στους συμπατριώτες του ο Άλτμαν που έζησε ένα χρόνο σε θετή οικογένειά, πριν ενηλικιωθεί και αποκτήσει το δικό του διαμέρισμα. Έκανε διπλές προπονήσεις, έκανε εντατικά μαθήματα αγγλικών για να μπορεί να συνεννοείται, αλλά δεν μπορούσε να ξεφύγει από τη νοσταλγία που ένιωθε.

«Είναι απότομο. Φεύγεις από την οικογένειά σου, τους φίλους σου, την κοπέλα σου και είσαι μόνος χωρίς να ξέρεις κανέναν. Είναι δύσκολο για μένα και με επηρέασε και στο ποδόσφαιρο. Μπορώ να πω, όμως, ότι μετά προσαρμόστηκα. Έκανα φίλους, πήγαινα στις παμπ μετά τα ματς και εντάχθηκα σε μια ομάδα που είναι χρόνια μαζί».

Παράλληλα, προσαρμόστηκε και στο γήπεδο. Απολάμβανε τα ματς στη Β’ ομάδα της Φούλαμ και περισσότερο απολάμβανε τις προπονήσεις. «Ο Ντίμιταρ Μπερμπάτοφ ήταν ο παίκτης που μου δίδαξε τα περισσότερο. Ήταν εκπληκτικό κάθε δευτερόλεπτο που περνούσα δίπλα του», θα πει στους συμπατριώτες του, επιστρέφοντας στο Ισραήλ. Η επιστροφή του ήταν αναγκαίο κακό… Η Φούλαμ ήθελε να του ανανεώσει το συμβόλαιο και να τον στείλει στην Ολλανδία. Εκείνος επέμενε ότι δανεικός πάει μόνο στην Μακάμπι και άκρη δε βρέθηκε ποτέ, αφού μέσα σε όλα έπρεπε να πάει και στρατό!

«Όταν έπαιξα ένα χρόνο στη Φούλαμ, νόμιζα ότι κατέκτησα τον κόσμο. Πίστεψα ότι στα 21 μου χρόνια θα παίζω βασικός στην Premier League, αλλά η θητεία μου είναι πάνω απ’ όλα κι έπρεπε να επιστρέψω. Δεν ήθελα να το απορρίψω κι ας μου δημιούργησε πρόβλημα. Είμαι ακόμα 21 ετών. Είναι σίγουρο ότι θα γυρίσω στην Ευρώπη. Πιθανότατα στην Αγγλία ή στην Ισπανία».

Από το ολότελα, καμιά φορά καλή και η Ελλάδα…

Ο εργατικός και ο αστικός κόσμος του Άλτμαν!