MENU

Αλήθεια τι θα γινόταν αν τα πράγματα ήταν αντίστροφα; Τι θα γινόταν αν 1000 οπαδοί της Εθνικής Ελλάδας έκαναν το ταξίδι στην Ζένιτσα και πριν από το παιχνίδι με την Βοσνία τρεις από αυτούς έπεφταν θύματα ξυλοδαρμού, με τον έναν να καταλήγει στο νοσοκομείο;

Για τι κλίμα θα μιλούσαμε αν στην ανάκρουση του εθνικού μας ύμνου ακούγαμε σφυρίγματα, γιούχες κι αποδοκιμασίες;

Τι θα λέγαμε αν σε όλο του παιχνίδι το γήπεδο έβριζε εν χορώ την Ελλάδα, βάζοντας στο ίδιο σύνθημα και λίγη… Τουρκία, όπως το Ελλάς - Σερβία - μπιπ η Βοσνία που ακούστηκε αμέτρητες φορές στο Καραϊσκάκης»;

Πώς θα υποδεχόμασταν σημαίες της Μεγάλης Αλβανίας ή της Μεγάλης Τουρκίας ή των Γκρίζων Λύκων στις ίδιες εξέδρες;

Τι θα λέγαμε αν υπήρχε πανί που να υβρίζει για παράδειγμα ιστορικές εθνικές τραγωδίες όπως η σφαγή του Διστόμου ή η Μικρασιατική καταστροφή;

Είναι ένα υποθετικό ερώτημα που δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει μία πραγματική απάντηση, αλλά σε μία χώρα άκρατης υπερβολής, όπως η Ελλάδα προφανώς θα δημιουργούσε τις συνθήκες μέχρι και για διπλωματικό επεισόδιο. Λέξεις όπως «κόλαση», «φρίκη», «ζούγκλα» και άλλα τέτοια πομπώδη θα έβγαιναν από το συρτάρι και θα στόλιζαν για καιρό κείμενα, άρθρα, ρεπορτάζ. Μπροστά σε όλα αυτά, μερικά «αθώα» καπνογόνα μετά από δικό μας γκολ θα φάνταζαν ως πταισματάκι ανάξιο αναφοράς.

Το θέμα είναι ότι αυτά τα κάναμε εμείς. Οι… πολιτισμένοι Έλληνες. Όχι όλοι, αλλά κάποιοι εξ’ ημών. Κάποια μάλιστα τα επικροτούν και τα καθαγιάζουν ακόμα και σήμερα. Ευτυχώς -για όσους θα ταξιδέψουν στην Ζένιτσα στις 9 του επόμενου Ιουνίου- η ΕΠΟ έδειξε κάποια αντανακλαστικά και ζήτησε επίσημα συγγνώμη. Πάλι καλά.

Αλήθεια, τι δουλειά έχει η Σερβία σε ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι ανάμεσα σε Ελλάδα και Βοσνία; Ποιός ο λόγος να βάζουμε στην (ελληνική) ατζέντα άγνωστες λέξεις, όπως «εμφύλιος πόλεμος», «Σρεμπρενίτσα». Ξέρει κανείς τι στ’ αλήθεια έγινε εκεί; Τι θηριωδίες γέννησε αυτός ο παράλογος πόλεμος; Τι πληγές άφησε πίσω του; Τέτοιες λέξεις δεν αγγίζονται. Ειδικά, από ξένους στο θέμα, όπως εμείς. Δεν τα ζήσαμε. Δεν τα είδαμε. Ήμασταν απλοί γείτονες και παρατηρητές. Κι έτσι θα ‘πρεπε να παραμείνουμε.

Θα μπορούσε να είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Δεν είναι όμως. Ο στρουθοκαμηλισμός δεν ωφελεί πια. Τα εντός έδρας παιχνίδια της Εθνικής Ελλάδας αποτελούν πια εδώ και χρόνια αφορμή για εξωτερίκευση των πιο ακραίων εθνικιστικών τάσεων. Έτσι κι αλλιώς το γήπεδο μοιάζει ξέφραγο αμπέλι. Έγινε με την Βοσνία τον Οκτώβριο του 2012 με το κάψιμο της σημαίας τους. Με την Κροατία έπεσαν μέχρι και μολότοφ. Έγινε ξανά. Δεν γίνεται μόνο σε μας. Κάθε τέτοιο ματς στα Βαλκάνια μυρίζει πια μπαρούτι. Το αυγό του φιδιού επωάζεται με ζέση πίσω από την αθώα κουρτίνα του ποδοσφαίρου και των εθνικών ομάδων. Υπάρχει θέμα και η UEFA με την FIFA το παρατηρούν. Αμήχανα.

Θέλω να αφήσω στην άκρη ότι για πρώτη φορά η Εθνική Ελλάδας έδειξε σφυγμό και γύρισε «χαμένο» ματς στο τέλος μετά από εκείνο το γκολ του με την Κόστα Ρίκα. Σημειολογικά, στο τελευταίο παιχνίδι με τον Φερνάντο Σάντος στο τιμόνι.

Αφήνω στην άκρη ότι μόνο μία ομάδα προσπάθησε να παίξει ορθολογικό ποδόσφαιρο στο χορτάρι, κι αυτή δεν ήταν η δική μας.

Αφήνω στην άκρη την εκκωφαντική top class εμφάνιση του Σωκράτη Παπασταθόπουλου.

Αφήνω στην άκρη και τον αχρείαστο πανηγυρισμό των δικών μας μετά το γκολ με… χαιρετίσματα και υφάκι μπροστά στο πέταλο με τους Βόσνιους. Τον καταλαβαίνω στην ένταση και την τρέλα της στιγμής, δεν τον δικαιλογώ, όμως.

Θέλω να σταθώ κάπου αλλού. Στο αγόρι με τα τατουάζ.

Κρατιέμαι πολύ καιρό να (μη) γράψω για την περίπτωση του Στέφανου Αθανασιάδη. Η παρουσία του Κώστα Σταφυλίδη ήταν η καλύτερη αφορμή όμως.

Πάνω - κάτω ανήκουν στην ίδια… generation. Από χωριά και οι δύο, ο ένας από το Λάκκωμα, ο άλλος από τον Ακροπόταμο. Φτωχαδάκια, που βρήκαν την άκρη τους, μέσω του ΠΑΟΚ, θυσιάζοντας τα πάντα για την μπάλα. Αμφότεροι «κολλημένοι» με τα τατού, τις περίεργες φράτζες, τα τρέντι ρούχα, λιγομίλητοι, εσωστρεφείς, αμφότεροι μποέμ, μπον-βιβέρ, βάλτε ότι θέλετε πίσω από την εικόνα του μοντέρνου ποδοσφαιριστή. Αμφότεροι κλήθηκαν να διαχειριστούν ξαφνική φήμη, απότομα λεφτά και μία (αδηφάγα) πόλη να πέφτει γαντζωμένη στα πόδια τους. Άλλοτε για να τους «φάει» κι άλλοτε για να κλέψει λίγη ετερόφωτη λάμψη. Ζόρικα κόλπα για παιδιά λίγο πάνω από τα 20.

Δεν ξέρω αν είναι πιο εύκολο αυτό που έκανε ο Κλάους ή αυτό που έκανε ο «Σταφ». Δεν ξέρω αν είναι πιο εύκολο να μείνεις και να παλέψεις να αλλάξεις μία άρρωστη κατάσταση ή να φύγεις για το άγνωστος, μόνος σου κι όλοι τους. Αυτό που ξέρω είναι ότι σε ηλικία 20 ετών ο Σταφυλίδης την έκανε για Γερμανία, αφήνοντας πίσω παρέες, ζωάρα και… Θεσσαλονικάρα. Για όσους έχουν πάει στο Λεβερκούζεν, ας αρκεστούμε ότι μία δυσμενής μετάθεση στην… πινέζα δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα την πόλη της ασπιρίνης.

Στη Μπάγερ δεν έπαιξε σχεδόν καθόλου. Δεν κλάφτηκε, ούτε γκρίνιαξε. Δοκίμασε στη Φούλαμ. Έμαθε κάτι παραπάνω. Τώρα είναι στο Άουγκσμπουργκ, σε μία μετρίως μέτρια πόλη της Βαυαρίας. Ο Σταφ κατάλαβε από νωρίς ότι έξω έφυγε για δουλειά, όχι για ευχαρίστηση. Το κορμί του γέμισε πια από μελάνι, αλλά επέστρεψε άλλος άνθρωπος. Γύρισε «πρησμένος» από μύες. Ντούκι! Καμία σχέση με τον μπουλούκο που έπαιζε στα εφηβικά του ΠΑΟΚ. Έγινε αθλητής. Υπεραθλητής. Σωματαράς. Τον έβλεπες να μην χάνει κόντρα. Μόνο με ατέλειωτη δουλειά χτίζεται αυτό. Όποιος μπορεί να βγάλει αυτή τη στιγμή προπόνηση ομάδας της Μπουντεσλίγκα, παίζει παντού.

Η αλλαγή όμως δεν ήταν μόνο στο σώμα, μα και στο μυαλό, στην νοοτροπία. Ο μικρός έφυγε ως αριστερός μπακ, που έπαιζε μόνο αριστερός μπακ, μα οι εικόνες έξω τον ωρίμασαν τακτικά και ποδοσφαιρικά. Ο Σκίμπε του ζήτησε να παίξει αριστερός εξτρέμ σε 4-2-3-1! Το υποστήριξε με αξιοπρέπεια. Τον έβαλε ως κεντρικό χαφ (!) κι ο «Σταφ» άμαθος σε αυτά τα χωράφια ήταν σαν μία ενεργειακή βόμβα, χωρίς να έχει ξαναπαίξει την θέση! Ξάφνου, μιλάμε για τον πιο ταχυδυναμικό παίκτη της Εθνικής! Ας πούμε ένα Danke στους Γερμανούς για αυτό που τον έφτιαξαν.

Στα 22 του ο Σταφυλίδης μετρά ήδη 15 συμμετοχές με το εθνόσημο (2 γκολ) και λογίζεται πια ως αρχηγός της επόμενης γενιάς που έρχεται από πίσω. Την ίδια ώρα ο Στέφανος Αθανασιάδης έμεινε βαλτωμένος στα ενδότερα, ίδιος κι απαράλλαχτος με αυτό που ήταν όταν ξεκίνησε. Κολλημένος στις 12 συμμετοχές με την Εθνική (χωρίς κανένα φοβερό ανταγωνισμό στην θέση), χωρίς γκολ με την φανέλα της, θεατής των Μουντιάλ και των Euro, χωρίς ορατό πλάνο επιστροφής σε αυτήν.

Για όσους τυχόν υποστηρίξουν ότι αδικήθηκε από τους εκάστοτε εθνικούς εκλέκτορες, η αλήθεια είναι μάλλον λιγάκι διαφορετική. Ο ίδιος αδίκησε τον εαυτό του, μένοντας στάσιμος σε ένα περιβάλλον όπου αρκούσε το μίνιμουμ της προσπάθειας σε προπονήσεις και αγώνες για να είσαι απλά… αξιοπρεπής και να μην εκτίθεσαι.

Μου έχει τύχει παλιότερα να λουφάρω σε δουλειές, εκεί που με παίρνει. Φαντάζομαι το έχετε κάνει όλοι. Είναι η φυσική ροπή του ανθρώπου να αποφεύγει τον κόπο, τις θυσίες, την προσπάθεια, εκεί που μπορεί να κρύβεται. Το άρρωστο ελληνικό ποδόσφαιρο και η ιδιόμορφη φύση του ΠΑΟΚ ως οργανισμού βοηθά σε αυτό. Το θέμα δεν είναι λοιπόν αν ο ΠΑΟΚ βάζει πωλητήριο ή όχι στον Κλάους, αλλά αν μπορεί να τον πείσει / εμπνεύσει / βοηθήσει να καλύψει τις αγωνιστικές του παθογένειες, που κρύβονται επιμελώς εδώ και χρόνια κάτω από το χαλάκι. Χωρίς άλλες δικαιολογίες ή ψέματα.

Πολύ φοβάμαι, ότι αν ο Σταφ είχε μείνει κι άλλο στην «Τούμπα» θα ήταν στην κατηγορία Κλάους. Στοχοποιημένος, ανεπιθύμητος και πιθανώς στάσιμος. Τώρα, αποτελεί εθνικό κεφάλαιο. Του βγάζω το καπέλο για αυτό…

Τα αγόρια με τα τατουάζ…