MENU

Η υπερβολή πάντοτε ήταν σύμμαχος του ελληνικού Τύπου. Στον Αθλητικό Τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό θα μπορούσε να βραβευτεί μια έκθεση τίτλων που κρεμάστηκαν στα περίπτερα ή γέμισαν τα tablets, το περιεχόμενο των οποίων θα χρησίμευε ανενδοίαστα σε έναν Μπαλζάκ. Πέρα από τις διαιτητικές σφαγές, η αγαπημένη επωδός των παλαιοτέρων ήταν η συντήρηση της ελπίδας. Και η συντήρηση ελπίδας προϋπέθετε καινούργια πρόσωπα που θα διαδεχόταν τα παλιά, φθαρμένα και ξεζουμισμένα από τη δημοτικότητα. Το κοινό διψά πάντοτε για φρέσκο αίμα.

Συχνά το φρέσκο αίμα αποδεικνύεται παλιό κοινό κάτουρο. Η διαχείριση του ταλέντου είναι δυσκολότερη υπόθεση από ένα τρανό πεντάστηλο. Ο Πέλκας, ο Φορτούνης, ο Σταφυλλίδης και ο Ταχτσίδης έζησαν μεγάλες στιγμές. Ο Τύπος κάνει τη δουλειά του. Ψάχνει συμμάχους στην υπερβολή. Και οι πιτσιρικάδες του την προσφέρουν. Παραδείγματα ταλέντων που έμειναν με το ενδεικτικό του φέρελπη στη ζώνη του λυκόφωτος κατά το παρελθόν υπάρχουν τόσα όσα τα ροδάκινα Σκύδρας στη χωματερή. Ο Γιώργος Τουρσουνίδης μάγευε σε ηλικία 18 ετών και τα παλιά «Σπορ του Βορρά» προσομοίωναν τις βιρτουόζικες εμπνεύσεις του με τις ποικιλίες του Μέγιστου Γιώργου Κούδα. Και με τον μοναδικό ευρηματικό τρόπο που συγκινούσε τα πλήθη ο θρυλικός Δημήτρης Μπούζας.

Αναφέρομαι στον Γιώργο Τουρσουνίδη, γιατί για τον ταλαντούχο Δημήτρη Πέλκα ήδη τα ερτζιανά της πόλης (ασφαλώς και ο Τύπος) δε φείδονται κοπλιμέντων. Κι όταν ένα παιδί στα 21 του, όντας σε μια ομάδα απαιτήσεων όπως ο ΠΑΟΚ κουβαλά πάνω του την ευθύνη μιας ολικής επαναφοράς στο ρόλο διεκδικητή τίτλων, τότε απαιτούνται τεράστιες αντιστάσεις.

Υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος. Όταν οι προσδοκίες δεν δικαιώνονται τότε στην καλύτερη περίπτωση οι Χάρι Πότερ του ελληνικού αθλητισμού επιστρέφουν στην προ δαφνών σταδιοδρομία τους, εν μέσω ανωνυμίας και απαξίωσης. Στη χειρότερη καταλήγουν διαπομπευμένοι. «Τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια τον έφαγαν», γράφουν στα παραθλητικά, ίσως κάποιες φορές με τη συνοδεία φωτό εύπυγου νεαράς. Ο πρώτος εφιάλτης για έναν ταλαντούχο επαγγελματία αθλητή είναι οι μαρτυρίες θαμώνων στα Night Clubs εάν είναι ευεπίφορος σε «κακές» επιρροές, ο δεύτερος, η πρώτη αγορά αυτοκινήτου που κατά κανόνα είναι άνω των 150 ίππων κι ο τρίτος η εσφαλμένη επιλογή επιστήθιου ρεπόρτερ. Εκεί υπάρχουν οι προστάτες. Και οι «προστάτες».

Ο Φορτούνης και ο Πέλκας εδώ και λίγο καιρό, έχουν εισέλθει στην επικίνδυνη ζώνη της υπερβολής του Τύπου. Πολλές φορές αυτή αποκτά και μια επίφαση νομιμότητας που της προσφέρει ένα δημοσίευμα από το εξωτερικό. Για τον Φορτούνη ο πακτωλός (;) που φέρονται να υπόσχονται ομάδες σαν την Τότεναμ, την Αρσεναλ και την Εβερτον. Παλαιότερα θυμίζω ότι κάτι ανάλογο συνέβαινε για τον Καπίνο. Εγραφε τότε στην «Independent» ο Chris Wheatley: «Οι φίλαθλοι έχουν επισημάνει ήδη πως έχει τη δυνατότητα να γίνει ένας από τους καλύτερους τερματοφύλακες στην Ευρώπη. Ο Καπίνο ξεχωρίζει από τη νέα γενιά των τερματοφυλάκων στην Ελλάδα και με αρκετές ευρωπαϊκές ομάδες να τον παρακολουθούν, ελπίζει πως θα ακολουθήσει τα χνάρια του πρωταθλητή Ευρώπης 2004 και πλέον παλαιμάχου, Αντώνη Νικοπολίδη, και να εξασφαλίσει τη φανέλα με το Νο 1 στην εθνική ομάδα».

Ο συντάκτης Chris Wheatley που φαίνεται ότι παρακολουθούσε ό,τι νέο κυκλοφορούσε, ελληνικό και σε … καλή τιμή, ήταν ο ίδιος που είχε γράψει προ τετραετίας για τον Απόστολο Βέλλιο ότι «βαδίζει σε καλό δρόμο κι ότι στο Γκούντισον Παρκ σιγοτραγουδούν ένα εκκολαπτόμενο ίνδαλμά τους… ». Το ότι ο Βέλλιος αποτελεί σήμερα, τον βασικό σέντερ φορ του Ηρακλή είναι ένας κύκλος επιστροφής εκεί όπου μπορεί να προσφέρει με τις ρεαλιστικές πιθανότητες εξέλιξής του. Το ότι οι φίλαθλοι έχουν επισημάνει μπορεί να λέει πολλά αλλά τις περισσότερες φορές δεν είναι πειστική εξήγηση για την ανέλιξη κάποιου πιτσιρικά ο οποίος αγωνίζεται σε μια θέση η οποία απαιτεί εκτός από ταλέντο και φυσικά προσόντα, κυρίως εμπειρία.

Θυμίζω για την ιστορία ότι ο Ντάνι Φερνάντεζ κατά τον Τύπο, ήταν ο κλώνος του Σμάιχελ και ο Λαμπάκης είχε παρομοιαστεί με τον Ζεπ Μάγιερ για τα μακριά χέρια του. Θυμίζω επίσης, ότι χρειάστηκαν ψυχοθεραπείες εβδομάδων για να συνέλθει ο Σωτήρης Νίνης και να θυμηθεί ότι εκτός από το όνομα που είχε αποκτήσει στα 16 και «συντάραξε» μέχρι και τον Σερ Αλεξ Φέργκιουσον – κατά τον ελληνικό αθλητικό Τύπο πάντα – η ολική επαναφορά του στην πραγματικότητα προϋπέθετε από τον ίδιο σκληρή δουλειά και προσγείωση. Όπως ακριβώς απαιτούνταν τόσο για τον Γιάννη Γιανιώτα, τον Κώστα Σταφυλλίδη όσο και για τους … επόμενους, προτού οι πιτσιρικάδες φορτώσουν περισσότερη δημοσιότητα από ό,τι απαιτούν οι περιστάσεις. Γιατί εν τέλει το πιο επικίνδυνο είναι ότι οι πιτσιρικάδες έχουν τόσο μυαλό που μπορούν να κοροϊδέψουν ακόμα και τον εαυτό τους.

Ο Φορτούνης, ο Πέλκας και η βιομηχανία ταλέντων