MENU

Η συναισθηματική πλευρά του αποχαιρετισμού στον Ευγένιο Γκέραρντ, ειδικά για εμάς, τους Ηρακλειώτες ανάμεσα στα 40 και στα 50, που ζήσαμε τον μεγάλο ΟΦΗ του Ολλανδού κυρίως όταν είμασταν παιδιά, έφηβοι ή νέοι επαγγελματίες, είναι δύσκολη αλλά και απλή: Μαζί με τον Γκέραντ αποχαιρετάμε τις καλύτερες ποδοσφαιρικές μας αναμνήσεις. Ό,τι κι αν ζήσουμε από εδώ και εμπρός, δύσκολα θα συγκριθεί με τα απογεύματα στο «Γεντί Κουλέ», εκεί, περί τα μέσα της δεκαετίας του 80’, όταν μαθαίναμε να αγαπάμε τη μπάλα, παρακολουθώντας τον Βέρα, τον Ίσις, τον Νιόπλια, τον Σαμαρά και όλους τους υπόλοιπους να «κεντούν» στο χορτάρι.

Ναι, εντάξει, ο χρόνος που ωραιοποιεί τις αναμνήσεις, το νεαρό της ηλικίας και η πρώτη γεύση από γήπεδο που πάντα έχουν κάτι το μαγικό, τα πολύ λιγότερα ΜΜΕ, οι ελάχιστες τηλεοπτικές μεταδόσεις, η ανυπαρξία του ίντερνετ και των social media που βοηθούσαν στο χτίσιμο μικρών ή μεγάλων μύθων, ασφαλώς παίζουν ρόλο στη γιγάντωση της υστεροφημίας του Γκέραρντ και εκείνου του ΟΦΗ. Τα ξέρω αυτά. Και ξέρω, επίσης, ότι ούτε τότε ήταν όλα αθώα και καλώς καμωμένα. Αλλά δεν πειράζει. Σήμερα που τα πάντα αποδομούνται μέσα σε 140 χαρακτήρες, η αναγκαιότητα να διατηρήσουμε κάποια πράγματα έξω και πάνω από τον διάχυτο κυνισμό της εποχής, είναι μεγαλύτερη από ποτέ.

Τότε, λοιπόν, τα ινδάλματά μας παρέμεναν σε βάθρο. Όταν τους βλέπαμε να περπατούν στην πόλη, τρελαινόμασταν από τη χαρά μας. Βρισκόταν δίπλα μας, ανάμεσά μας, αλλά βρισκόταν και πιο ψηλά. Όπως έπρεπε. Κυρίως αυτός.

Ο Ολλανδός που έγινε Κρητικός, δίχως να γίνει κιόλας. Διότι αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, όταν αποχαιρετάμε τον Γκέραρντ γράφοντας ότι ήταν ένας από εμάς, δεν κολακεύουμε εκείνον. Κολακεύουμε τους εαυτούς μας.

Πράγματι ο Ευγένιος αγάπησε ειλικρινά και βαθιά την Κρήτη και τους ανθρώπους της. Τα χαρακτηριστικά τους, ταίριαξαν με τη δική του ιδιοσυγκρασία. Ανοιχτόκαρδος, γενναιόδωρος, με εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ, αγάπη για το καλό φαγητό, το καλό κρασί και τις καλές παρέες, ο «Γκεραρντάκης» βρήκε στον τόπο μας την ανθρώπινη ζεστασιά που στην κεντρική Ευρώπη συνήθως περιχαρακώνεται σε αυστηρά προκαθορισμένα όρια. Αυτή η πλευρά μας, τον κράτησε μέχρι τέλους στην Ελλάδα και την Κρήτη.

Ο Γκέραρντ προσαρμόστηκε απόλυτα. Ποτέ, όμως, δεν αφομοιώθηκε. Απόλαυσε τη ζωή σαν Κρητικός. Αλλά δούλεψε σαν Ευρωπαίος: Μεθοδικά, συγκροτημένα, με πλάνο, οργάνωση, συγκεκριμένες ιδέες. Μακριά από το σύνηθες χύμα του νεοελληνικού «παραγωγικού μοντέλου». Το γεγονός ότι δεν κατάφερε να αφήσει πίσω του ένα στέρεο οικοδόμημα, οφείλεται λιγότερο στον ίδιο και περισσότερο σε όσους διαχειρίστηκαν τον ΟΦΗ προπονητικά και διοικητικά από τη στιγμή που έφυγε ο Ολλανδός. Έφτιαξε μια ολλανδική ομάδα και την παρέδωσε σε Έλληνες. Τα αποτελέσματα τα ξέρετε.

Ούτε στην φολκλόρ «κρητικοσύνη», την ψευτοπαλικαριάς, της μεγαλοστομίας, των ανόητων μαντινάδων και της προκάτ «λεβεντιάς» ενέδωσε ο Ευγένιος. Παρέμεινε μέχρι τέλους υπερήφανος, λιγομίλητος, ευγενής, άρχοντας. Κρητικός μεν, αλλά από εκείνους τους παλιούς, τους καλούς, που βρίσκεις στα χωριά της Κρήτης, δυστυχώς όλο και πιο σπάνια. Και όχι αυτούς που βρίσκεις καθημερινά πια στα τηλεοπτικά πρωινάδικα.

Καλό του ταξίδι.

Υ.Γ. Να είναι καλά ο Ηλίας Πουρσανίδης και όσοι τον βοήθησαν να οργανώσει το εξαιρετικό φιλικό - κατευόδιο προς τον Ευγένιο Γκέραρντ, τον περασμένο Νοέμβριο. Ένα κατευόδιο που χάρις στην χαρακτηριστική νεοελληνική αβελτηρία, ούτε ο ΟΦΗ, ούτε η ΕΠΟ είχαν σκεφτεί να οργανώσουν.

Ο Γκέραρντ δεν ήταν ένας από μας