MENU

Σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «πεπρωμένο». Μοίρα. Στους στίχους μπορείς να ακούσεις κάθε είδους καημό για την φτώχια, την ξενιτιά, τα βάσανα της θάλασσας. Είναι ληθαργικά, σχεδόν πένθιμα. Κάθε γρατσούνισμα της κιθάρας κρύβει πίσω του και ένα παράπονο. Μία κατάρα. Λίγο κρίμα και άδικο. Είναι σαν τις δικές μας τις μαντινάδες. Στιχάκια γραμμένα από την έμπνευση της στιγμής και μελοποιημένα με μερικές μελαγχολικές νότες. Τα φάντος είναι ο καθρέφτης της πορτογαλικής μουσικής. Το σήμα κατατεθέν ενός ολόκληρου λαού, που στην πορεία του στους αιώνες έμαθε να υποφέρει, να καρτερά και να τραγουδάει τα βάσανα του.

Εκείνο το καλοκαίρι του 2004, οι ρυθμοί ήταν για πρώτη φορά χαρωποί. Το ποδόσφαιρο έμοιαζε με το όπιο του πορτογαλικού λαού. Μνημόνια δεν υπήρχαν ακόμα. Η Πορτογαλία χρησιμοποιούσε την διοργάνωση του 2004 και τα νεότευκτα, λαμπερά της γήπεδα για να μοστράρει τον νεοπλουτισμό της, έχοντας προσβληθεί από το ίδιο μικρόβιο, που είχε εισχωρήσει στον οργανισμό της Ελλάδας. Ο λαός της ιβηρικής φούσκωνε από περηφάνια, βλέποντας στα δικά της γήπεδα, την χρυσή γενιά (Φίγκο, Ρούι Κόστα, Φερνάντο Κόουτο, Παουλέτα) με την συνεισφορά των… νιάτων (Ντέκο, Σιμάο, Κριστιάνο) με τον έμπειρο καραβοκύρη Λουίς Φελίπε Σκολάρι να φλερτάρει με τον πρώτο μεγάλο τίτλο σε εθνικό επίπεδο. Από την εποχή του Εουσέμπιο είχε να συσσωρευτεί τόσο ταλέντο μαζεμένο σε μία Εθνική. Μόνο που ο μαύρος πάνθηρας ποτέ δεν είχε την τύχη να παίξει μία μεγάλη διοργάνωση εντός συνόρων. Ο τελικός, η κατάκτηση του Euro 2004 έμοιαζε με αυτοεκπληρούμενη προφητεία για μία ομάδα που ξεπέρασε το σοκ της ήττας στην πρεμιέρα από την Ελλάδα και έφτασε καρφί ως τον τελικό με μία σειρά θαυμάτων. Θαύματα

Ελάχιστοι θυμούνται ότι για να φτάσουν ως τον τελικό της 4ης Ιουλίου του 2004, οι Πορτογάλοι ξόρκισαν το φάντασμα του κακού τους δαίμονα και ενοχλητικού γείτονα (1-0 την Ισπανία), απέκλεισαν στα προημιτελικά την Αγγλία σε ένα επικό ματς που κρίθηκε από πέναλτι του τερματοφύλακα Ρικάρντο, ο οποίος είχε βγάλει τα γάντια πριν την τελευταία εκτέλεση και είχαν ξεκουρδίσει στον ημιτελικό το… κουρδιστό πορτοκάλι, μία υπέροχη Εθνική Ολλανδίας που έμοιαζε ως το απόλυτο φαβορί για την κούπα. Τι έμενε; Η μικρή… Ελλαδίτσα. Το στατιστικό λάθος της διοργάνωσης. Ο ημιτελικός της Ελλάδας με την Τσεχία, ο οποίος έγινε αφού η Πορτογαλία είχε πάρει το εισιτήριο για τον τελικό έσπασε τα μηχανάκια της πορτογαλικής AGB, αφού ήταν το ματς με την μεγαλύτερη τηλεθέαση εκτός αυτών της ομάδας του Σκολάρι. Το γκολ του Δέλλα πανηγυρίστηκε στην Πορτογαλία, όσο και στα μέρη μας! Οι διοργανωτές είχαν πειστεί πια ότι όλα τα σημάδια της μοίρας έδειχναν Πορτογαλία. Αρκούσε μία επανόρθωση του λάθους της πρεμιέρας. Εξάλλου, όπως έλεγαν, θαύματα γίνονται μόνο μία φορά. Κλάμα

Ο καθένας συνηθίζει να κοιτάει την καμπούρα του. Ουδείς Έλληνας υπήρξε τόσο διεστραμμένος εκείνο το βράδυ της απόλυτης ηδονής, ώστε να ασχοληθεί με τις αντιδράσεις των ηττημένων στο ενδοξότερο βράδυ του ελληνικού ποδοσφαίρου. Οι διοργανωτές είχαν στήσει έτσι το τελετουργικό της απονομής, ώστε ο ηττημένος να βιώσει το μαρτύριο της σταγόνας, πιστεύοντας ότι στον ρόλο του θλιμμένου θα είναι οι… άλλοι. Έπεσαν έξω.

Με το τελευταίο σφύριγμα ο (πιτσιρικάς) Κριστιάνο Ρονάλντο έμπηξε τα ζουμιά. Ο Ρούι Κόστα ήταν έτοιμος να καταρρεύσει. Ο Λουίς Φίγκο έμοιαζε αποσβολωμένος. Το τελετουργικό απαιτούσε όλοι τους να περάσουν σε απόσταση αναπνοής από την αντικείμενο του πόθους τους, το οποίο είχε όμως γαλανόλευκη κορδέλα. Να μείνουν στον αγωνιστικό χώρο, ενώ τα γαλάζια και ασημί κομφετί των νικητών κολλούσαν στα ιδρωμένα τους κορμιά! Η απόλυτη διαστροφή! Το ψυχολογικό τραύμα από εκείνο το βράδυ δεν έχει ξεπεραστεί ακόμα σε ένα ολόκληρο λαό.

Αμέσως μετά από εκείνο το παιχνίδι η χρυσή γενιά παρέδωσε τα σκήπτρα στην επόμενη. Ο Φίγκο, ο Ρούι Κόστα, ο Κόουτο, ο Μπαΐα και άλλοι δεν είχαν πια άλλα κουράγια για να συνεχίσουν. Τα πρωτοσέλιδα αμέσως μετά την πορτογαλική τραγωδία ήταν γεμάτα συμπόνια και συμπαράσταση, όπως αυτό της Record που έγραψε: «Η Πορτογαλία είναι περήφανη για εσάς», όμως η αλήθεια είναι πως αυτό το τραύμα δεν επουλώθηκε ποτέ.

Στα αποκαλυπτήρια του βιβλίου «A bola ao ritmo do fado e do samba» («η μπαλά στον ρυθμό του φάντο και της σάμπα») με αφορμή τα 100 χρόνια από την ίδρυση της πορτογαλικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας ο Λουίς Φελίπε Σκολάρι ομολόγησε με παρρησία: «Κανένας Πορτογάλος δεν περίμενε ότι θα χάναμε εκείνο τον τελικό, όμως κανείς δεν πόνεσε πιο πολύ από εμένα. Θα κουβαλάω εκείνη την ήττα σε όλη μου την ζωή και θα την θυμάμαι για πάντα». Λίγο πριν κρεμάσει τα παπούτσια του, ο Ντέκο αποκάλυψε πως: «έχω κερδίσει τα πάντα στην καριέρα μου, δεν μου έλειψε τίποτα. Εκείνη η ήττα από την Ελλάδα στον τελικό του 2004, ήταν η χειρότερη στην καριέρα μου».

Μέχρι σήμερα, εκείνη η διοργάνωση είναι η μεγαλύτερη επιτυχία του πορτογαλικού ποδοσφαίρου σε εθνικό επίπεδο. Ουδέποτε έπαιξαν ξανά τελικό. Θα έπρεπε να είναι περήφανοι για αυτό. Να το θυμούνται. Να καμαρώνουν για εκείνη την πορεία. Η αλήθεια είναι λιγάκι διαφορετική. Το SDNA επικοινώνησε με τον Ρικάρντο, τον τερματοφύλακα εκείνης της Εθνικής Πορτογαλίας, που σε εκείνο το Euro του 2004 έκανε τις καλύτερες εμφανίσεις της καριέρας του. Αν δεν υπήρχε εκείνη η άστοχη έξοδο στην κεφαλιά του Χαριστέα, μπορεί και να ήταν ο τερματοφύλακας της διοργάνωσης. Εκείνος απάντησε, μα τα λόγια του ήταν λόγια ανθρώπου που θέλει να ξεχάσει: «Γιατί πήρατε εμένα για αυτή την επέτειο; Πάρτε καλύτερα τον τότε πρόεδρο της ομοσπονδίας. Δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα από αυτό το παιχνίδι. Δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα από εκείνη την διοργάνωση. Δεν θέλω να μοιραστώ τίποτα με κανένα. Τον τελικό τον έχω διαγράψει από την μνήμη μου και δεν θέλω να μου τον θυμίζετε». Ακολούθησε αμήχανη σιωπή. Κι από τους δύο. Δευτερόλεπτα μετά η γραμμή έκλεισε απότομα. Ουδείς στην Πορτογαλία θέλει να θυμάται οτιδήποτε έχει να κάνει με εκείνη την καταραμένη 4η Ιουλίου του 2004. Μόνο, όσοι γράφουν στο πόδι μελαγχολικά στιχάκια για ένα ακόμα φάντο…

Νόμιζαν ότι είχαν ξεχάσει. Πως η πληγή είχε κλείσει. Η ίδια η ζωή όμως ήρθε να τους ξύσει την πληγή σε μία διοργάνωση που είχε αρχίσει κάνει τους Ίβηρες να πιστεύουν πως μία ακόμα «χρυσή γενιά» είναι στα σπάργανα. Η Εθνική Ελπίδων της Πορτογαλίας έφτασε πριν από λίγες ημέρες στον τελικό του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος. Ο αντίπαλος (Σουηδία) έμοιαζε του χεριού της. Οι Ίβηρες άρχισαν να ψήνονται ότι η κούπα έρχεται. Διαψεύστηκαν οικτρά. Οι Πορτογάλοι σε ένα ακόμα τελικό, τον οποίο ξεκίνησαν ως φαβορί, υπέστησαν μπλακ-άουτ και οι Σκανδιναβοί τους «έκλεψαν» την κούπα στα πέναλτι. Μικρό θα το κακό, θα μπορούσε να πει κανείς, μα οι πορτογαλικές εφημερίδες έσκαψαν το θέμα λιγάκι πιο βαθιά. Ήταν ο τέταρτος συνεχόμενος τελικός που χάνει Εθνική Πορτογαλίας από εκείνη την αποφράδα μέρα της 4ης Ιουλίου του 2004! Πριν από αυτόν υπήρξε η ήττα στον τελικό του Παγκόσμιου Νέων του 2008 από την Βραζιλία στην παράταση με 3-2 και αυτή πέρσι στο ευρωπαϊκό under-19 από την Γερμανία (0-1). Όσο για την Ανδρών; Από εκείνο το τραυματικό βράδυ, οι Πορτογάλοι δημιούργησαν γενιές που φρόντιζαν να χύνουν την καρδάρα με το γάλα την κρίσιμη στιγμή. Οι δύο χαμένοι ημιτελικοί στο Μουντιάλ του 2006 και στο Euro του 2012 μαρτυρούν του λόγου το αληθές.

Μετά από 11 χρόνια οι Πορτογάλοι μετρούν ακόμα πληγές. Ο καλός ρεπόρτερ της Record και ακόμα καλύτερος φίλος Ζουάν Ριμπέιρο εξομολογήθηκε πως: «δεν έφταιγε κανείς για εκείνο το βράδυ. Δεν έφταιγε ο Σκολάρι, ούτε ο Φίγκο. Δεν σας υποτιμήσαμε, όπως λέτε, ούτε παίξαμε άσχημα. Δεν ήμασταν απροετοίμαστοι, ούτε χειρότεροι στο γήπεδο. Δεν έφταιγε κανείς. Απλώς, έτσι έπρεπε να γίνει. Ακόμα νιώθουμε ότι τα κάναμε όλα σωστά, όμως κάποιος μας έκλεψε το κύπελλο. Πολύ απλά, κάποιος εκεί πάνω δεν ήθελε την Πορτογαλία να πάρει αυτό το Euro». Εκείνο το βράδυ της 4ης Ιουλίου του 2004, οι απανταχού λάτρεις των φάντος βρήκαν παρηγοριά στις μελαγχολικές τους νότες. Για όσους δεν το θυμούνται, φάντο σημαίνει σε ελεύθερη μετάφραση «πεπρωμένο», «μοίρα». Κι αυτή ήταν προδιαγεγραμμένη να ντυθεί μουσικά για τους οικοδεσπότες με τις γνώριμες σχεδόν καταθλιπτικές τους μελωδίες…

ΥΓ. Οι Πορτογάλοι είναι μία δική μας μικρογραφία. Πάνω-κάτω ίδιος πληθυσμός, ίδιες πλουτοπαραγωγικές πηγές, ίδιοι οικονομικοί δείκτες, ίδια μορφολογία του εδάφους, θάλασσα. Ακόμα και στο ποδόσφαιρο, τον δικό μας υδροκεφαλισμό έχουν, άσχετα αν την τελευταία δεκαετία Πόρτο και Μπενφίκα είδαν αλλιώς το έργο και εξελίχθηκαν εταιρικά, εμπορικά και αγωνιστικά. Οι Πορτογάλοι λοιπόν ακόμα κλαίνε τα κονδύλια που σπατάλησαν για τα γήπεδα του 2004, τα περισσότερα από τα οποία είναι σήμερα έρημα και άνευ λόγου ύπαρξης. Το γήπεδο στο Αλγκάρβε που κόστισε 66 εκατομμύρια ευρώ και έχει έξοδα συντήρησης 10.000 ευρώ την ημέρα δεν έχει ομάδα στις δύο πρώτες κατηγορίες. Ο δήμος του Αβέιρο σκέφτεται να γκρεμίσει το Δημοτικό Στάδιο που κρίνεται ασύμφορο σε συντήρηση. Αυτό της Λεϊρία, βγήκε στο σφυρί όμως ουδείς ενδιαφέρθηκε. Μπορεί όλα αυτά κάτι να σας θυμίζουν…

Ένα αγιάτρευτο ψυχολογικό τραύμα