MENU

Θρύλοι του πάθους: 1961-70

Γιώργος Σιδέρης

Εάν ο Γιάννης Βάζος είναι ο κορυφαίος σκόρερ στην ιστορία του Ολυμπιακού κατ’ αναλογία συμμετοχών, ο Γιώργος Σιδέρης είναι ο απόλυτος «κανονιέρης» τόσο από άποψη συνολικών αριθμών αλλά και όσον αφορά στην κλάση και την ποιότητα. Ο «Φόντακας» ή «Μπουλντόζας» της ερυθρόλευκης εξέδρας, πέτυχε 293 «επίσημα» γκολ, σε Πρωτάθλημα, Κύπελλο και ευρωπαϊκές διοργανώσεις, σε 345 εμφανίσεις. Η εξωπραγματική αναλογία σε τόσο μεγάλο αριθμό συμμετοχών, φτάνει τα 0,85 γκολ ανά αγώνα. Συνολικά, από το 1959 ως και το 1972 που ολοκλήρωσε την καριέρα του σε ηλικία 35 ετών ( με εξαίρεση το 1971 που αγωνίστηκε στη βελγική Αντβέρπ) πέτυχε -μόνο με τη φανέλα του Ολυμπιακού- τον απλησίαστο αριθμό των 522 τερμάτων, ο μοναδικός στην ιστορία του συλλόγου που έχει ξεπεράσει τα 500. Το παράδοξο μάλιστα είναι πως αυτός ο υπερσκόρερ δεν είναι ο κορυφαίος συνολικά στο ελληνικό ποδόσφαιρο, αφού έστω και με μικρές διαφορές τον ξεπερνούν οι Θωμάς Μαύρος και Μίμης Παπαϊωάννου. Η τεράστια αντιθέτως διαφορά μεταξύ των τριών είναι ότι σε σχέση με τον Σιδέρη οι άλλοι δύο έχουν σε όλες τις διοργανώσεις σχεδόν τις διπλάσιες συμμετοχές!

Ο σπουδαίος αυτός επιθετικός γεννήθηκε το 1938 στου Ρέντη και μετακινήθηκε από τον Ατρόμητο Πειραιά στον Ολυμπιακό το καλοκαίρι του 1959. Στα χρόνια που μεγαλούργησε με την ερυθρόλευκη φανέλα, αποτέλεσε το «ιερό τέρας» του ελληνικού ποδοσφαίρου και δικαιωματικά κέρδισε τον απόλυτο σεβασμό όλων των αντιπάλων του. Χαρακτηριστικό της αντιμετώπισης που τύγχανε από τον ποδοσφαιρικό κόσμο της χώρας είναι ότι παρά το γεγονός πως ο οξύθυμος χαρακτήρας του τον οδήγησε να ξεπεράσει τα όρια σε αρκετές περιπτώσεις, δεν βρέθηκε διαιτητής που να τολμήσει να τον αποβάλει σε επίσημο αγώνα καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του! Όσον αφορά στο αγωνιστικό του προφίλ, τι να πρωτοπεί κανείς: δυνατός σαν ταύρος και συνάμα ταχύτατος, όταν έβαζε τη μπάλα κάτω για να σπριντάρει ήταν ο πλέον εντυπωσιακός ποδοσφαιριστής. Η φοβερή κοφτή ντρίπλα και το ασύλληπτο κοντρόλ του, τον καθιστούσαν παράλληλα ανίκητο στο χαμηλό παιχνίδι. Βεβαίως, οι αριθμοί του «μιλούν» για την αποτελεσματικότητα και την επαφή του με τα αντίπαλα δίχτυα, με κάθε πιθανό τρόπο.

Ο πρώτος «λεγεωνάριος»

Μέχρι και το 1968, ο Σιδέρης ήταν ο μοναδικός Έλληνας ποδοσφαιριστής που ήταν πραγματικά πασίγνωστος στην Ευρώπη. Στα τέλη του 1969, αναδεικνύεται δεύτερος σκόρερ στη Γηραιά Ήπειρο, κατακτώντας το «Ασημένιο Παπούτσι», με 35 γκολ (6/6 πέναλτι, 6 φάουλ, 3 κεφαλιές, 20 σουτ) έναντι μόλις ενός περισσότερου του Βούλγαρου Πέταρ Ζέκοφ, της ΤΣΣΚΑ Σόφιας. Τα κατορθώματά του θα τον φέρουν επίσης στην 18η θέση της ψηφοφορίας για τη Χρυσή Μπάλα, τη χρονιά που πρώτος αναδείχθηκε ο Τζιάνι Ριβέρα. Το καλοκαίρι του 1970 και ήδη περιζήτητος, θα πάρει μεταγραφή για τη βελγική Αντβέρπ για να γίνει ο πρώτος Έλληνας που θα αγωνιστεί σε ομάδα του εξωτερικού! Οι φήμες βέβαια ήθελαν την Χούντα να έχει παίξει μεγάλο ρόλο στην… απόφαση του Σιδέρη να φύγει για το εξωτερικό, καθώς ήταν αριστερός, αλλά αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να αποδειχθεί… Το 1971 θα αναδειχθεί σε πρώτο σκόρερ της ομάδας από την Αμβέρσα, όμως θα επιστρέψει αμέσως στον Ολυμπιακό. Το 1972, το ιστορικό πλέον «έρχετ’ ο Σιδέρης» που τρομοκρατούσε τους αντιπάλους για μια δεκαετία, θα ξανακουστεί στο Καραϊσκάκη. Λίγους μήνες μετά και σε ηλικία 35 ετών θα παίξει το τελευταίο παιχνίδι της καριέρας του, κόντρα στον Παναθηναϊκό στο Φάληρο. Με την Εθνική ομάδα, είχε 28 συμμετοχές (μια ως παίκτης του Ατρομήτου και 27 του Ολυμπιακού) και 14 γκολ.

Συμμετοχές: 345 (285/40/20)

Γκολ: 293 (225/60/8)

Τίτλοι: 2 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 5 Κύπελλα Ελλάδος

Βασίλης Μποτίνος

Περίτεχνη ντρίπλα, παροιμιώδης ταχύτητα, δυνατό σουτ, ικανότατο κεφάλι, άλμα… μπασκετμπολίστα και προσποίηση που έσπαγε… σπονδύλους συνέθεσαν κατά τη δεκαετία του 1960 το αγωνιστικό «παζλ» ενός από τους σπουδαιότερους εξτρέμ που πάτησαν τα ελληνικά γήπεδα: του Βασίλη Μποτίνου. Μοναδικό μειονέκτημα της «τρελής Μποτίνας», όπως ήταν το παρατσούκλι του, με το οποίο όμως έμαθε να ζει μέσα στα γήπεδα, τα αχαλιναγώγητα νεύρα και το εκρηκτικό ταμπεραμέντο του. Ποδοσφαιριστές σαν τον Μποτίνο αν αγωνιζόντουσαν σήμερα θα άνηκαν στην ελίτ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και θα ήταν από μόνοι τους ένας πολύ καλός λόγος για να παρακολουθήσει κάποιος παιχνίδι της ομάδας τους. Γεννήθηκε το 1944 στο Βόλο και ξεκίνησε την καριέρα του από τον τοπικό Ολυμπιακό. Στον… πραγματικό, αυτόν του Πειραιά, θα αγωνιστεί από το 1964 μέχρι και το 1971.

Ένα κλασικό, αέρινο, αριστερό εξτρέμ, θαρρεί κανείς πως πέρασε ολόκληρη την καριέρα του πάνω στην πλάγια γραμμή! Κάλτσες κατεβασμένες, το κεφάλι κάτω αλλά πάντα ξέροντας που πρέπει να πάει, μουτρωμένος… μια ζωή, πάντα έτοιμος για τσαμπουκά με τον αντίπαλο αμυντικό που τον έπαιζε σκληρά (δεν γλίτωσε τους σοβαρούς τραυματισμούς στην καριέρα του), αντισυμβατικός, λιγομίλητος και ταυτόχρονα ευαίσθητος αλλά και με μια μόνιμη διάθεση να «ταλαιπωρήσει» με κάθε τρόπο τις εκάστοτε διοικήσεις ήταν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτού του ιδιόρρυθμου πλην όμως φανταστικού ποδοσφαιριστή. Περιττό να αναφερθεί πως ήταν και είναι από τα αγαπημένα παιδιά του κόσμου του Ολυμπιακού. Ολοκλήρωσε την καριέρα του στις 19 Σεπτεμβρίου 1971 στο 2-1 επί της Βέροιας. Χρίστηκε διεθνής 12 φορές και πέτυχε τρία γκολ.

Συμμετοχές: 169 (134/23/12)

Γκολ: 55 (42/10/3)

Τίτλοι: 2 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 2 Κύπελλα Ελλάδος

Νίκος Γιούτσος

Λίγο καιρό μετά την έλευση του Μάρτον Μπούκοβι στον Ολυμπιακό το καλοκαίρι του 1965, στις 10 Ιανουαρίου θα φτάσει στην Ελλάδα και τον Πειραιά ένας 24χρονος επιθετικός το όνομα του οποίου δεν ήταν γνωστό στο ελληνικό κοινό. Ο Τύπος της χώρας βέβαια, υποδέχθηκε με ενθουσιασμό τη μεταγραφή αυτή και όπως αποδείχθηκε είχε δίκιο. Το «ΦΩΣ» είχε γράψει σχετικά: «Το περίφημο κανόνι της ουγγρικής Τσέπελ έρχεται στον Πειραιά – Ο Γιουτσόφ στον Ολυμπιακό». Ο «Γιουτσόφ», όπως τον είχαν ονομάσει στην χώρα της Κεντρικής Ευρώπης δεν ήταν άλλος από έναν ποδοσφαιριστή που το όνομά του θα γινόταν σύνθημα-θρύλος στο ελληνικό ποδόσφαιρο: ο Νίκος Γιούτσος!

Ασταμάτητος όταν «έμπαινε»!

Παιδί Ελλήνων πολιτικών προσφύγων, γεννήθηκε το 1941 στην Καστοριά και λίγα χρόνια μετά έφυγε με την οικογένειά του για την Ουγγαρία. Εκεί έμαθε μπάλα και αγωνίστηκε στην Τσέπελ Βουδαπέστης, πρωταθλήτρια το 1959. Το 1965 θα επαναπατριστεί για λογαριασμό του Ολυμπιακού και θα κάνει το ντεμπούτο του σε ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό (1-1). Λίγες μέρες μετά, στις 27 Ιανουαρίου θα πετύχει το πρώτο του γκολ με την ερυθρόλευκη σε ένα επιβλητικό 4-0 επί του ΠΑΟΚ στην Τούμπα και το όνομά του θα αρχίσει να γίνεται σύνθημα στο στόμα ενός ολόκληρου λαού. Το επικό «έμπαινε Γιούτσο» προκαλεί μέχρι σήμερα ανατριχίλα στους οπαδούς του Ολυμπιακού…

Ο Μάρτον Μπούκοβι δεν άργησε να καταλάβει τι «διαμάντι» είχε στα χέρια του. Θα στηρίξει το νέο «οικοδόμημα» του Ολυμπιακού στις δημιουργικές ικανότητες του Γιούτσου και του Μποτίνου και την εκτελεστική δεινότητα του Σιδέρη και το αποτέλεσμα θα είναι μια ομάδα που ο κόσμος απολάμβανε να βλέπει. Ο Νίκος Γιούτσος ήταν το ίνδαλμα χιλιάδων νέων και αγαπητός μέχρι και στους αντιπάλους οπαδούς λόγω της αξιαγάπητης προσωπικότητάς του. Μυθική τεχνική, τρομερή ντρίπλα και υψηλότατη αξιοπιστία όποτε χρειαζόταν να σκοράρει. Οι επελάσεις του που πολλές φορές ξεκινούσαν πίσω από τη γραμμή του κέντρου έχουν ριζώσει στη μνήμη των ανθρώπων της εποχής. Όταν αποφάσιζε να «μπουκάρει» δεν τον σταματούσε κανείς και τίποτα. Ο συνδυασμός δύναμης και τεχνικής τον καθιστούσαν ανίκητο με νόμιμα μέσα όταν βρισκόταν στο μάξιμουμ της ταχύτητάς του. Όταν δε πλησίαζε την αντίπαλη περιοχή, το παροιμιώδες «έμπαινε Γιούτσο» δονούσε το Φάληρο.

Συνδετικός κρίκος Μπούκοβι-Γουλανδρή

Αξέχαστο θα μείνει το γκολ που πέτυχε στις 5 Ιουνίου του 1966 κόντρα στον Πανσερραϊκό για την 28η αγωνιστική του Πρωταθλήματος 1965-66. Ο Ολυμπιακός είναι ισόπαλος 1-1 στο Καραϊσκάκη με την ομάδα από τις Σέρρες και χρειάζεται μόνο νίκες στα τρία εναπομείναντα ματς για να κατακτήσει τον πρώτο του τίτλο έπειτα από έξι χρόνια. Στο τελευταίο λεπτό του αγώνα, ο Γιούτσος με «κινηματογραφικό» γκολ κάνει το 2-1 και ουσιαστικά χαρίζει στον Θρύλο τον τίτλο! Το «Ούζο» όπως ήταν το παρατσούκλι του (λόγω της… αγάπης του για το συγκεκριμένο οινοπνευματώδες) αγωνίστηκε για μια δεκαετία στον Ολυμπιακό και σήκωσε ισάριθμες κούπες: πέντε Πρωταθλήματα Ελλάδος και πέντε Κύπελλα. Αξίζει να σημειωθεί πως αυτός ήταν και ουσιαστικά ο συνδετικός κρίκος των δύο σπουδαίων ομάδων του Ολυμπιακού εκείνη την εποχή. Αυτής του Μπούκοβι τη διετία 1965-67 και της τριετίας του Νίκου Γουλανδρή, μέχρι το 1975 όταν και σταμάτησε το ποδόσφαιρο στα 34 του. Ειδικά την τελευταία του χρονιά, ακόμη και σε αυτή την ηλικία, ήταν συγκλονιστικός. Πέτυχε τα 10 από τα… μόλις 102 γκολ του Ολυμπιακού (αριθμός ρεκόρ), ένα εκ των οποίων με απευθείας εκτέλεση κόρνερ! Τελευταίο του γκολ ήταν στο 0-4 επί του Απόλλωνα στη Ριζούπολη και τελευταίο του παιχνίδι στην Πάτρα κόντρα στην Παναχαϊκή.

Σήμερα πλέον, ο Νίκος Γιούτσος είναι ο πέμπτος σκόρερ στην ιστορία του Ολυμπιακού στο Πρωτάθλημα με 100 γκολ, πίσω από τους Γιώργο Σιδέρη, Νίκο Αναστόπουλο, Αλέκο Αλεξανδρή και Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς. Με την Εθνική Ελλάδος, αγωνίστηκε 15 φορές και πέτυχε 6 γκολ. Ο «εγκεφαλικότερος άσος της Ελλάδας» όπως τον είχε αποκαλέσει κάποτε ο Φέρεντς Πούσκας διατέλεσε για ένα μήνα προπονητής του Ολυμπιακού, από τις 16 Σεπτεμβρίου ως τις 18 Οκτωβρίου του 1994, διαδεχόμενος το Νίκο Αλέφαντο και πριν αναλάβει ο Τάες Λίμπρεχτς.

Συμμετοχές: 331 (273/36/22)

Γκολ: 128 (100/24/4)

Τίτλοι: 5 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 5 Κύπελλα Ελλάδος

Κώστας Πολυχρονίου

Πρόκειται πιθανότατα για τον σταθερότερο ποδοσφαιριστή στην ιστορία του Ολυμπιακού και ολόκληρου του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο Κώστας Πολυχρονίου, σε αντίθεση με τους άλλους άσους της εποχής όπως ο Σιδέρης, ο Μποτίνος, ο Γιούτσος και τα προηγούμενα χρόνια ο Μπέμπης και ο Υφαντής δεν είχε να επιδείξει περίτεχνες ντρίπλες, τρομερά σουτ και θεαματικές επελάσεις. Παρόλο βέβαια που ξεκίνησε την καριέρα του ως επιθετικός και στη συνέχεια αγωνίστηκε ως αμυντικός μέσος, τα δυνατά του στοιχεία ήταν άλλα: φοβερό πείσμα, μαχητικότητα, σταθερότητα, δύναμη, αντοχή, ευφυΐα. Χάρη σε αυτά «έχτισε» την καριέρα του ως κεντρικός αμυντικός και έφτασε να γίνει ένας από τους κορυφαίους της εποχής εντός και εκτός συνόρων. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο πως μέχρι και σήμερα, πολλοί οπαδοί του Ολυμπιακού μεγάλωσαν έχοντας στο δωμάτιό τους είτε ως απόκομμα εφημερίδας είτε ως αφίσα την κλασική φωτογραφία του Πολυχρονίου που δίνει το χέρι στον Πελέ, αφού πρώτα του έχει πάρει το «σκαλπ»! Στις 4 Ιουλίου του 1961 ο Ολυμπιακός νίκησε 2-1 τη Σάντος με τον Έλληνα αμυντικό να εκμηδενίζει οποιαδήποτε επιθετική προσπάθεια του κορυφαίου ποδοσφαιριστή στην Ιστορία!

Ο Κώστας Πολυχρονίου γεννήθηκε το 1936 στην Εύβοια και μεγάλωσε στην Παιανία. Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο το 1954 και το ντεμπούτο του στον Ολυμπιακό το έκανε στις 2 Οκτωβρίου του 1955. Αγωνίστηκε σε όλη την καριέρα του με τα ερυθρόλευκα, μέχρι το 1967 όταν και σταμάτησε το ποδόσφαιρο. Είναι ο τέταρτος σε συμμετοχές ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού στο Πρωτάθλημα με 299, πίσω μονάχα από τους Κούλη Καραταΐδη, Γιάννη Γκαϊτατζή και Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς. Με την Εθνική ομάδα είχε 27 συμμετοχές, πολύ μεγάλος αριθμός για την εποχή. Παράλληλα, στην καριέρα του πέτυχε αρκετά και πολλά από αυτά κρίσιμα γκολ, γεγονός στο οποίο σίγουρα συνέβαλε και η «προϋπηρεσία» του ως επιθετικός. Όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο έγινε προπονητής πολλών ομάδων, ανάμεσά τους ο Ολυμπιακός (1994-95) και η Εθνική Ελλάδος.

Συμμετοχές: 370 (299/55/16)

Γκολ: 56 (37/17/2)

Τίτλοι: 7 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 7 Κύπελλα Ελλάδος, 5 Πρωταθλήματα Πειραιά

*** Τα στατιστικά αφορούν μόνο επίσημα παιχνίδια σε τελικές φάσεις στο Πρωτάθλημα Ελλάδος, Κύπελλο Ελλάδος και ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Στην παρένθεση: (Πρωτάθλημα / Κύπελλο / Ευρώπη).

90 χρόνια Θρύλοι: «Φόντακας», «Μποτίνα» κι «έμπαινε Γιούτσο»