MENU

Θρύλοι του πάθους: 1951-60

Θανάσης Μπέμπης

Στο ελληνικό ποδόσφαιρο υπάρχει μια συγκεκριμένη «λίστα» σπουδαίων ποδοσφαιριστών. Μια ελίτ μέσα στην ελίτ. Σε αυτή ανήκουν Έλληνες ποδοσφαιριστές οι οποίοι είχαν όλα τα προσόντα για να πρωταγωνιστήσουν σε ομάδα του εξωτερικού αλλά δεν το έκαναν επειδή δεν το επέτρεψαν οι εκάστοτε συνθήκες. Παίκτες όπως ο Θεολόγος Συμεωνίδης, ο Γιάννης Βάζος, ο Γιώργος Δαρίβας, ο Κώστας Νεστορίδης, ο Μίμης Δομάζος, ο Γιώργος Σιδέρης, ο Μίμης Παπαϊωάνου, ο Γιώργος Κούδας, ο Βασίλης Χατζηπαναγής, ο Νίκος Γιούτσος, ο Γιώργος Δεληκάρης. Όσοι πάλι έζησαν και θυμούνται καλά τη δεκαετία του 1950 είναι κατηγορηματικοί. Σύμφωνα με αυτούς στην κορυφή αυτή της λίστας, μακριά από τους υπόλοιπους, βρίσκεται μονάχα ένας: ο Θανάσης Μπέμπης! Ο Γιώργος Σιδέρης είχε την εξής άποψη: «Ανεπανάληπτο φαινόμενο ο Θανάσης και πολύ μακριά από τον δεύτερο…»

Ο Θανάσης Μπέμπης, γεννηθείς το 1929, κατά πολλούς θεωρείται μακράν του δεύτερου ο κορυφαίος επιτελικός μέσος του ελληνικού ποδοσφαίρου. Αποτέλεσε μοντέλο παίκτη για τους μεταγενέστερους αστέρες των γηπέδων της χώρας (ανάμεσά τους και ο Μίμης Δομάζος) οι οποίοι στήριξαν όλο το παιχνίδι τους πάνω σε αυτά που έκανε ο «Πινόκιο», όπως ήταν το παρατσούκλι του, μέσα στους αγωνιστικούς χώρους. Παίκτης αέρινος, βοηθούμενος και από την μικρή «κοψιά» του, ταχύτατος, με ένα ανεξάντλητο ρεπερτόριο προσποιήσεων και ντριπλών, μπορούσε να σκοράρει με όλους τους τρόπους. Η φαντασία του και ο τρόπος που «έβλεπε» το γήπεδο εκείνη την εποχή τον έκαναν να ξεχωρίζει σαν τη μύγα μεσ’ το γάλα. Ταλαιπωρούσε και εξέθετε με κάθε ευκαιρία τους προσωπικούς του αντιπάλους, ενώ κυρίαρχο στοιχείο του παιχνιδιού του, κάτι που δείχνει και το ότι πάνω από όλα για αυτόν ερχόταν η ομάδα, ήταν οι ακριβείς μπαλιές που έβγαζαν σε θέση βολής τους συμπαίκτες του. Παράλληλα, άνθρωπος με εκρηκτικό ταπεραμέντο και πεισματάρης, δεν εγκατέλειπε ποτέ τη μάχη και πραγματικά μεταμορφωνόταν σε «κακό σκυλί» όταν οι συνθήκες το επέτασσαν. Το πείσμα και το πάθος του μάλιστα φανέρωναν πολλές φορές τον εριστικό χαρακτήρα του, χάρη στον οποίο οφείλονταν και οι κατά καιρούς διακυμάνσεις στην απόδοσή του, αλλά όπως και να ‘χει, όλοι τον παραδέχονταν.

Ο Μπέμπης μετακινήθηκε στον Ολυμπιακό από τον Φωστήρα το 1949 (έκανε το ντεμπούτο του στις 10 Αυγούστου) και παρέμεινε για 15 ολόκληρα χρόνια (με εξαίρεση τη σεζόν 1953-54 όταν κόντρα του με τη διοίκηση για οικονομικούς λόγους τον άφησε εκτός ομάδας) μέχρι το 1963. Στο διάστημα που αγωνίστηκε με την ερυθρόλευκη και ειδικά στην εξαετία 1953-59 αποτέλεσε τον βασικό πνεύμονα, το μυαλό και την ψυχή του Ολυμπιακού και δικαίως έμεινε στο μυαλό των οπαδών του ως «το δέκα το καλό». Στην ίδια θέση αγωνίστηκε και στην Εθνική ομάδα, έχοντας 17 συμμετοχές, αριθμός πολύ μεγάλος για την εποχή αν σκεφτεί κανείς ότι η Εθνική έδινε 1-2 παιχνίδια το χρόνο! Το 1963, όταν σταμάτησε την καριέρα του στον Ολυμπιακό, μετακινήθηκε στον Βύζαντα Μεγάρων, όπου και ολοκλήρωσε την ποδοσφαιρική καριέρα του και ξεκίνησε την προπονητική. Έκτοτε, όποτε ο Ολυμπιακός τον χρειάστηκε, είτε ως σύμβουλο, είτε ως πρώτο προπονητή (1980, 1984, 1985) δήλωσε «παρών» και μάλιστα κατέκτησε και τον τίτλο το 1980.

Συμμετοχές: 207 (152/53/2)

Γκολ: 41 (28/13/0)

Τίτλοι: 6 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 8 Κύπελλα Ελλάδος, 9 Πρωταθλήματα Πειραιά

Ηλίας Ρωσίδης

Ένας από τους ταχύτερους και ικανότερους μπακ στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Γεννήθηκε το 1927 στο Νέο φάληρο και από μικρό παιδί ξεκίνησε τον αθλητισμό. Γράφτηκε στον Ολυμπιακό όμως ασχολήθηκε με τους δρόμους ταχύτητας, 100, 200 και 400 μέτρα. Όταν μια μέρα παρακολουθούσε την προπόνηση του ποδοσφαίρου και τραυματίστηκε ο τότε τερματοφύλακας Αριστείδης Λούβαρης, του ζήτησαν να τον αντικαταστήσει. Έκτοτε δεν ξανάβγαλε τη φανέλα της ομάδας μέχρι που σταμάτησε το ποδόσφαιρο λόγω τραυματισμών. Σε ένα φιλικό ματς με τον Άρη, όταν τραυματίστηκε ο δεξιός μπακ, Ζαρκάδης, ο Βαγγέλης Χέλμης δίνει εντολή στον Ρωσίδη που στα πρώτα του βήματα στην ομάδα αγωνιζόταν ως χαφ, να πάρει τη θέση του στην άμυνα. Ο νεαρός Ρωσίδης αρπάζει την ευκαιρία από τα μαλλιά. Εξαφανίζει τον προσωπικό του αντίπαλο και στο 80’ μετά από δική του κούρσα και σέντρα ακριβείας ο Δρόσος έκανε το 1-1 με κεφαλιά. Η θέση του δεξιού οπισθοφύλακα είχε μόλις «κλειδώσει» στον Ολυμπιακό για την επόμενη δεκαετία!

Έκανε το επίσημο ντεμπούτο του με την ερυθρόλευκη το έκανε στις 30 Ιανουαρίου 1949 κόντρα στον Έσπερο Καλλιθέας (3-1) για το Κύπελλο. Αγωνίστηκε με αυτή για δώδεκα ολόκληρα χρόνια, μέχρι την 1η Ιουλίου του 1961, στον νικηφόρο (3-0) τελικό Κυπέλλου κόντρα στον Πανιώνιο. Μαζί με τον Ανδρέα Μουράτη αποτέλεσε το πληρέστερο αμυντικό δίδυμο που πέρασε από τα γήπεδα της χώρας. Ο Ρωσίδης, από θέση δεξιού αμυντικού, αποτέλεσε βασικό «σπόνδυλο» στην ραχοκοκαλιά του Ολυμπιακού καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 και φυσικά τα καλύτερά του χρόνια συνέπεσαν με την δυναστεία των έξι σερί πρωταθλημάτων και τριών σερί νταμπλ. Απροσπέλαστος στην άμυνα, αρχοντικός, με εξαιρετική επαφή με τη μπάλα, δεν δίσταζε να κατεβαίνει μαζί με τον Μουράτη στην αντίπαλη περιοχή και οι δυο τους έτσι να βάζουν στις αντίπαλες άμυνες προβλήματα που κανείς εκείνη την εποχή δεν μπορούσε να λύσει. Τα στοιχεία του αυτά, σε συνδυασμό με το πάθος του για νίκη που ξεχείλιζε, μοιραία τον οδήγησαν να γίνει επί σειρά ετών αρχηγός της αγαπημένης του ομάδας αλλά και της Εθνικής (από το 1954), στην οποία αγωνίστηκε 29 φορές (αριθμός ρεκόρ ως το 1969).

Συμμετοχές: 190 (136/52/2)

Γκολ: 1 (1/0/0)

Τίτλοι: 7 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 9 Κύπελλα Ελλάδος, 11 Πρωταθλήματα Πειραιά

Ηλίας Υφαντής

Βιρτουόζος πραγματικός και ταυτόχρονα ο πιθανότατα πρώτος Έλληνας γνήσιος σέντερ φορ με «φονικό ένστικτο», ο Ηλίας Υφαντής, ήταν το μεγάλο επιθετικό «όπλο» της σπουδαίας ομάδας της δεκαετίας του 1950. Ίσως το μόνο που θα αρκούσε για να περιγράψει τι είδους παίκτης ήταν για εκείνη την εποχή κάποιος που σε 154 επίσημες συμμετοχές πέτυχε 96 γκολ που οδήγησαν σε θριάμβους και τίτλους τον Ολυμπιακό, θα ήταν απλά ο λόγος για τον οποίο σταμάτησε τελικά το ποδόσφαιρο. Αυτό έγινε ουσιαστικά το 1961 και επισήμως σαν παίκτης του Εθνικού το 1965 αφού πλέον τα αλλεπάλληλα κατάγματα που είχε υποστεί στα πόδια από τους αντιπάλους που δεν είχαν άλλο μέσο να τον σταματήσουν, δεν του επέτρεπαν να αποδώσει σε υψηλό επίπεδο.

Ακόμη και έτσι όμως, στην δεκαετία 1954-1964 που αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό πρόλαβε να αφήσει το ανεξίτηλο στίγμα του τόσο στον Ολυμπιακό όσο και στους… ταλαίπωρους αντιπάλους του. Και πως θα μπορούσε να μην κάνει κάτι τέτοιο ένας επιθετικός που διέθετε όλο το «πακέτο»: μοναδικές επινοήσεις με τη μπάλα στα πόδια, βραζιλιάνικα τακουνάκια, κοφτές μπαλιές που άφηναν τους αντίπαλους αμυντικούς να αναρωτιούνται τι συνέβη, τρομερά άλματα, ευθύβολα σουτ. Ο Ηλίας Υφαντής ξεχώριζε πάντα μέσα στα γήπεδα αλλά και έξω από αυτά με το ήθος και το μόνιμο χαμόγελό του. Έμεινε στην ιστορία του Ολυμπιακού ως ο «δαντελένιος» σκόρερ αναγκάζοντας έναν εκ των προπονητών του, τον Ούγγρο, Τίμπορ Κέμενι να δηλώσει για αυτόν σε ανύποπτο χρόνο: «Δώστε μου δέκα Υφαντήδες να σας φτιάξω τη Μικτή Ευρώπης»! Το επίπεδό του άλλωστε -όπως και ολόκληρου του Ολυμπιακού του ’50- φάνηκε στα δύο ματς με τη Μίλαν το 1959, στην πρώτη συμμετοχή ελληνικής ομάδας στο Κύπελλο Πρωταθλητριών. Οι ερυθρόλευκοι αποκλείστηκαν με δύο άκρως τιμητικά αποτελέσματα, 2-2 στον Πειραιά και 1-3 στο Μιλάνο, με τον Υφαντή να σκοράρει και στα δύο παιχνίδια και να ταλαιπωρεί αφάνταστα μια από τις καλύτερες άμυνες στην ιστορία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.

Ο Ηλίας Υφαντής διατέλεσε και προπονητής, φτάνοντας έστω και για ένα μικρό διάστημα μέσα στο 1970 μέχρι και τον πάγκο του Ολυμπιακού.

Συμμετοχές: 154 (127/25/2)

Γκολ: 96 (76/18/2)

Τίτλοι: 6 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 6 Κύπελλα Ελλάδος, 6 Πρωταθλήματα Πειραιά

Μίμης Στεφανάκος

Η… άστατη εξωγηπεδική ζωή και η χαλαρή αντιμετώπισή του προς το ποδόσφαιρο και την προπόνηση είναι και οι μοναδικοί λόγοι που κράτησαν αυτόν τον αυτοκρατορικό σέντερ μπακ μακριά από την ελίτ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. «Αν δεν ξενυχτήσει, δεν παίζει μπάλα» έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής και είχαν απόλυτο δίκιο! Αμυντικός με φινέτσα και στυλ, πανύψηλος, αρχοντικός, έπαιζε μπάλα με το κεφάλι ψηλά και ξεχώριζε κατά πολύ από τους αντίστοιχους της εποχής του. Κατά καιρούς είχαν εκφραστεί γι’ αυτόν με τα καλύτερα λόγια σπουδαίοι ξένοι παίκτες και προπονητές. Ωστόσο οι πειρασμοί της «μεγάλης» ζωής, οι παρέες και οι όμορφες γυναίκες, αποδείχτηκαν αξεπέραστο εμπόδιο για την καριέρα του, έτσι… αρκέστηκε στους τίτλους του Ολυμπιακού, την ώρα που άπαντες συμφωνούσαν ότι θα μπορούσε να παίξει βασικός, ειδικά στη θέση που αγωνιζόταν, σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή ομάδα της εποχής. Άλλωστε είχε βρεθεί μέχρι και στο στόχαστρο της Μπαρτσελόνα και της Ίντερ…

Ο Μίμης Στεφανάκος γεννήθηκε στην Καλαμάτα, την 1η Νοεμβρίου του 1937 και μεγάλωσε στα Μανιάτικα του Πειραιά. Πέρα από το ποδόσφαιρο, τον Ολυμπιακό (έπαιξε από το 1957-1965) και την Εθνική ομάδα (οκτώ φορές διεθνής), ασχολήθηκε και με τον κινηματογράφο –το παρουσιαστικό του ήταν ιδανικό για κάτι τέτοιο. Ο «γόης» των γηπέδων της εποχής και της νυχτερινής ζωής της πόλης ενσάρκωσε αντίστοιχους ρόλους «πλέιμποϊ» πλάι σε διάσημες ηθοποιούς της εποχής. Μάλιστα, παντρεύτηκε την απόλυτη σταρ Μάρθα Καραγιάννη, το 1961, πριν χωρίσουν το 1963 μετά τον τραγικό χαμό του νεογέννητου παιδιού τους. Συνολικά παντρεύτηκε τέσσερις φορές ενώ οι σχέσεις του με «λολίτες» και σταρ της εποχής πιθανότατα ξεπερνούν κατά πολύ τις… συμμετοχές του στον Ολυμπιακό. Στον Στεφανάκο ανήκει εξάλλου η φράση «κορίτσια ο Μπάρκουλης» όταν κατά τη διάρκεια μιας από τις αμέτρητες εξόδους του, την είχε πει για να «πικάρει» τη συνοδό του που τον διεκδικούσε!

Συμμετοχές: 217 (170/38/9)

Γκολ: 3 (3/0/0)

Τίτλοι: 2 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 6 Κύπελλα Ελλάδος, 2 Πρωταθλήματα Πειραιά

Μπάμπης Κοτρίδης

Ο «ψηλός» της ερυθρόλευκης κερκίδας γεννήθηκε το 1927 στον Πειραιά, υπέγραψε το πρώτο του δελτίο με τον Ολυμπιακό το 1945, ενώ έκανε ντεμπούτο στις 25 Απριλίου του 1949 στο 3-0 κόντρα στην ΑΕΚ για το Κύπελλο Πάσχα. Αγωνίστηκε με απόλυτη αποτυχία για 12 χρόνια στη θέση του αμυντικού μέσου, σε μια εποχή που ο «κόφτης» αποτελούσε δευτερεύοντα παράγοντα στο παιχνίδι. Βεβαίως, η προσφορά του Κοτρίδη στις επιτυχίες της ομάδα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 μόνο δευτερεύουσα σημασία δεν είχε. Αποτέλεσε μια πληθωρική παρουσία στον χώρο του κέντρου, με τρομερή αντοχή και μαχητικότητα, ότι δηλαδή απαιτεί η συγκεκριμένη θέση, εξαιρετικό κοντρόλ και καλή πάσα. Το 1957 ο μεγάλος Φέρεντς Πούσκας είχε πει για αυτόν: «Έχει το κεφάλι του συμπαίκτη μου, Σάντορ Κόκσιτς». Σημειωτέον, ο Ούγγρος υπερσκόρερ θεωρείται πιθανότατα ο κορυφαίος κεφαλοσφαιριστής στην ιστορία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου! Πέρα όμως από τις εξαιρετικές κεφαλιές του, ο Μπάμπης Κοτρίδης διακρίθηκε και για τις αριστουργηματικές εκτελέσεις πέναλτι, αφού μέχρι και σήμερα παραμένει ένας από τους κορυφαίους ιστορικά. Σούταρε 38 φορές από τη λευκή βούλα στην καριέρα του και ευστόχησε στις 36! Αποχαιρέτησε τους οπαδούς του Ολυμπιακού με μυθικό τρόπο, όταν πρωταγωνίστησε στην επική νίκη κόντρα στη Σάντος του Πελέ με 2-1, στις 4 Ιουλίου του 1961. Με την Εθνική ομάδα αγωνίστηκε 17 φορές και πέτυχε ένα γκολ.

Συμμετοχές: 150 (104/44/2)

Γκολ: 32 (22/10/0)

Τίτλοι: 7 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 9 Κύπελλα Ελλάδος, 11 Πρωταθλήματα Πειραιά

Σάββας Θεοδωρίδης

Μορφωμένος, ευγενικός και ταυτόχρονα υπέρμετρα παθιασμένος, ο Σάββας Θεοδωρίδης είναι πιθανότατα ο πιο «ερασιτέχνης» ποδοσφαιριστής που φόρεσε τη φανέλα της ομάδας, υπό την έννοια του ότι η άδολη αγάπη του για τον σύλλογο δεν τον άφησε να δει ποτέ το ποδόσφαιρο και τον Ολυμπιακό σαν επάγγελμα. Γεννήθηκε το 1935 και έγινε ένας από τους κορυφαίους τερματοφύλακες, τόσο για τους ερυθρόλευκους όσο και για ολόκληρο το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ήταν βασικός στην ομάδα-θρύλο της εξαετίας 1953 - 1959, με την κατάκτηση των συνεχόμενων τίτλων και νταμπλ, αγωνιζόμενος από το 1953 (ντεμπούτο στις 7/2/1954) ως και το 1961 όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο σε ηλικία 27 ετών για να ασχοληθεί με τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Παράλληλα, αποτελεί μέχρι και σήμερα πρότυπο ανθρώπου. Γόνος αστικής οικογένειας και επιστημονικά καταρτισμένος (σπούδασε φαρμακοποιός), δεν χρειάστηκε ποτέ τα λίγα χρήματα που έδινε τότε ο Ολυμπιακός. Έτσι, αυτά τα λίγα που έπαιρνε, τα διέθετε όλα στους συμπαίκτες του όπως στον αλησμόνητο Ανδρέα Μουράτη και γενικά σε όσους είχαν πρόβλημα επιβίωσης.

Ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του καριέρα από τους Αμπελόκηπους. Τον διεκδίκησε ο Παναθηναϊκός, ο οποίος μάλιστα τον θεώρησε τότε «σίγουρο» απόκτημα, αλλά τελικά κατέληξε στον Ολυμπιακό. Πήρε τη θέση του Κώστα Καραπατή που έφυγε για τον Ηρακλή και επί οκτώ συνεχή χρόνια ήταν αναντικατάστατος. Το ρεπερτόριό του περιελάμβανε ταχύτατες εξόδους, όλων των ειδών ακροβατικές αποκρούσεις και εξαιρετικά αντανακλαστικά. Αγωνίστηκε επίσης στην Εθνική Ανδρών (12 συνεχόμενες φορές) και Ενόπλων (8 φορές). Επίσης ήταν τερματοφύλακας της ομάδας του Λιμενικού Σώματος και του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τελευταίο και ταυτόχρονα παιχνίδι-σταθμός στην καριέρα του ήταν το νικηφόρο 2-1 του Ολυμπιακού με τη Σάντος στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, όπως ακριβώς συνέβη και με τον Μπάμπη Κοτρίδη. Εκείνη τη νύχτα ο Θεοδωρίδης έκανε το καλύτερο παιχνίδι της ζωής του.

Συμμετοχές: 150 (117/30/3)

Γκολ: 0 (0/0/0)

Τίτλοι: 5 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 6 Κύπελλα Ελλάδος, 5 Πρωταθλήματα Πειραιά

*** Τα στατιστικά αφορούν μόνο επίσημα παιχνίδια σε τελικές φάσεις στο Πρωτάθλημα Ελλάδος, Κύπελλο Ελλάδος και ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Στην παρένθεση: (Πρωτάθλημα / Κύπελλο / Ευρώπη).

90 χρόνια Θρύλοι: Μπέμπης, Υφαντής, Θεοδωρίδης και σία