MENU

Το σενάριο είναι ο σκελετός ενός έργου. Χωρίς σενάριο, δεν υπάρχει έργο, παρόλο που υπάρχει παράσταση. Μία παράσταση αυτοσχεδιασμού, με όλες τις αδυναμίες που εμπεριέχονται σε μία παράσταση αυτής της μορφής. Ακόμα και αν ο ηθοποιός ή οι ηθοποιοί που παίρνουν μέρος σε μία παράσταση αυτής της μορφής είναι εξαιρετικοί, δεσμεύονται από τον χρόνο.

Οι πλέον επιτυχημένοι αυτοσχεδιασμοί, είναι μικρής διάρκειας.

Οι αυτοσχεδιασμοί μεγάλης διάρκειας που αφήνουν καλή γεύση στον θεατή, ουσιαστικά αφορούν παράσταση ενός και μόνον ηθοποιού σε ένα έργο μονοπρόσωπο. Με σενάριο, όμως.

Το ποδόσφαιρο είναι θέαμα και με μία ευρεία ερμηνεία του όρου «θέαμα» μπορούμε να το θεωρήσουμε ως ένα ολοκληρωμένο έργο. Με αρχή, μέση και τέλος. Ένα έργο, βέβαια, που το σενάριό του δεν είναι ποτέ έτοιμο. Γράφεται την ώρα της παράστασης. Και αυτό είναι που κάνει το έργο ενδιαφέρον. Που δεν γνωρίζεις το φινάλε.

Το ποδοσφαιρικό έργο, είναι ένα έργο στο οποίο παίζουν πολλοί και παρακολουθούν περισσότεροι, αν και τα τελευταία χρόνια οι πιο πολλοί από τον καναπέ τους. Ίσως γιατί το έργο από θεατρικό, έχει γίνει τηλεσειρά.

Σήριαλ, ίσως ή και σαπουνόπερα σαν αυτά τα λατινοαμερικάνικα μεταγλωττισμένα «σαπούνια» που βρίσκονται στα ελληνικά κανάλια.

Μια σαπουνόπερα που τα επεισόδιά της, στο σύνολό τους, συγκεντρώνουν πολύ χαμηλές θεαματικότητες, κυρίως γιατί όλοι ξέρουμε το τέλος. Έχουμε από πριν, διαβάσει το σενάριο. Έτσι, εκείνο που αξίζει, εκείνο στο οποίο όλοι μένει να συγκεντρωθούμε είναι στους πρωταγωνιστές του έργου που ονομάζεται πρωτάθλημα και κύπελλο.

Στους πρωταγωνιστές, που δεν είναι άλλοι από τους ποδοσφαιριστές. Μία άποψη με την οποία συμφωνώ όπως και πάρα πολλοί άλλωστε. Αυτή την άποψη είχε εκφράσει με μοναδικό τρόπο ένας διαιτητής, ο Άγγλος Αλλαν Γκαν στον τελικό του κυπέλλου Αγγλίας το 1990, όταν υποστήριξε ότι οι διαιτητές είναι οι διευθυντές σκηνής, αλλά οι πρωταγωνιστές είναι οι ηθοποιοί.

Αναρωτιέμαι βέβαια, πόσο εύκολο είναι να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στους πρωταγωνιστές, όταν όλα τα στοιχεία του έργου είναι απαράδεκτα και οι διευθυντές σκηνής δεν κάνουν καλά την δουλειά τους;

Το χθεσινό (11/2) παιχνίδι κυπέλλου στο «Γ. Καραισκάκης» ήταν ένα από εκείνα τα έργα που όλοι θα θέλαμε να βλέπουμε. Είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που κάνουν το έργο να κόβει εισιτήρια και να σημειώνει υψηλές τηλεθεάσεις. Που δεν σε αφήνει να πλήξεις, να βαρεθείς. Και αυτό, συνέβη γιατί οι πρωταγωνιστές, οι ποδοσφαιριστές της ΑΕΚ κυρίως, ξεπέρασαν όλες τις περιφερειακές αδυναμίες της παράστασης και ανέτρεψαν το σενάριο του έργου.

Ενός έργου που είχε προκαθορισμένο τέλος αφού ο ισχυρός, με βάση το σενάριο, θα κέρδιζε στο τέλος. Όμως δεν κέρδισε, γεγονός που μπορεί να μην άρεσε σε όλους όσοι περιμένουν να δουν έργα, με ένα τέλος που γνωρίζουν εκ προοιμίου. Αυτό, μπορεί να προσφέρει κάποια ικανοποίηση, να βλέπεις δηλαδή τον αγαπημένο σου ηθοποιό να θριαμβεύει πάντα στο τέλος.

Σε όλα τα έργα.

Σε όλα τα σενάρια που έχουν γραφεί ειδικά με αυτόν το σκοπό. Αλλά έτσι η όποια γοητεία έχει χαθεί και η διαρκής επανάληψη γεννά την ανία. Αυτό είναι που κάνει τους θεατές να φεύγουν πράγμα, που κάποια στιγμή, θα κάνει το θέατρο να κλείσει ή να ανεβάζει ερασιτεχνικές παραστάσεις που θα αφορούν ελάχιστους.

Αν ο θεατρικός παραγωγός δεν το καταλαβαίνει, ως επιχειρηματίας θα αποτύχει αφού πρώτα θα έχει «τελειώσει» καλλιτεχνικά. Φυσικά, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος, όταν όλα τα στοιχεία του έργου φωνάζουν για την χαμηλή ποιότητα, δεν μπορεί κανείς να έχει απαίτηση για την ποιότητα των θεατών, αφού και αυτοί αποτελούν στοιχείο του θεάματος.

Είναι λογικό, τότε, η σκηνή να γεμίζει με ζαρζαβατικά και οι αποδοκιμασίες να καλύπτουν την οποιαδήποτε δράση. Φαντάζομαι ότι οι συγγραφείς του σεναρίου, αυτούς τους θεατές θέλουν.

Αν ήθελαν καλύτερους, θα προσπαθούσαν να γράψουν ένα διαφορετικό σενάριο, θα επέτρεπαν τον αυτοσχεδιασμό, θα βοηθούσαν στην βελτίωση των σκηνικών, θα αναζητούσαν καλύτερους διευθυντές σκηνής, θα φρόντιζαν να φτιάξουν ένα καλύτερο θέατρο.

Σε αυτή την παρομοίωση, οι αθλητικογράφοι δεν μπορούν να διεκδικήσουν έναν ρόλο διαφορετικό από εκείνον που έχουν οι κριτικοί θεάτρου, για παράδειγμα. Και όπως σε όλα τα επαγγέλματα, έτσι και εδώ μπορούν να υπάρχουν καλοί και κακοί κριτικοί. Κριτικοί που θα προσπαθούν να πείσουν τους θεατές ότι παρακολουθούν ένα σπουδαίο έργο ή πολύ μεγάλους πρωταγωνιστές, γιατί αυτή είναι η μόνη επιλογή που έχουν για να συγκεντρώσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη-θεατή, που νιώθει κολακευμένος όταν κάποιοι επαινούν τα είδωλά του.

Μπορεί το ποδόσφαιρο να είναι «η όπερα των φτωχών» αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι φτωχοί είναι ηλίθιοι, ούτε πως οι φτωχοί δεν έχουν δικαίωμα στην ποιότητα. Μόνο που κάποτε πρέπει και οι φτωχοί να διεκδικήσουν αυτό που πιστεύουν ότι τους αξίζει.

Το έργο, το σενάριο και οι πρωταγωνιστές