Η ανακοίνωση της αποχώρησης του Βασίλη Σπανούλη από την Εθνική Ανδρών ήταν, από ένα σημείο και έπειτα, όπως η πορεία της στο 39ο Ευρωμπάσκετ. Αναμενόμενη! Ο 33χρονος σταρ επεξεργαζόταν εδώ και καιρό τη σκέψη, απλώς στο Ζάγκρεμπ και κυρίως στη Λιλ, όπου γράφτηκε ο επίλογος ενός ακόμη ψυχοφθόρου ταξιδιού, έκρινε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή για να πει το αντίο. Εστω και πρόωρα. Ποιοι λόγοι, όμως, τον οδήγησαν στην ιστορική αυτή απόφαση; Γιατί επέλεξε να σταματήσει στα 33 και όχι αργότερα; Τι δεν του άρεσε ή έστω τι δεν τον ενέπνευσε, ώστε να συνεχίσει; Το SDNA επιχειρεί να αποκωδικοποιήσει τον ψυχισμό του «Kill Bill».
Η εξήγηση που έδωσε βουρκωμένος μπροστά στις κάμερες αποτελεί την πρώτη ρεαλιστική προσέγγιση. «Πρέπει να καταλαβαίνεις πότε πρέπει να σταματήσεις. Δεν είναι εύκολο να αντεπεξέλθει πλέον το κορμί, διότι του χρόνου το Προολυμπιακό θα ξεκινήσει λίγες ημέρες μετά την ολοκλήρωση της σεζόν», υποστήριξε και εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ένα ακόμη γεγονός. Η σεζόν 2015-16 είναι η τελευταία στο συμβόλαιό του με τον Ολυμπιακό, ο οποίος -όπως κάθε σύλλογος που κάνει πρωταθλητισμό- αισθάνεται τιμή βλέποντας έναν παίκτη του να πρωταγωνιστεί στην Εθνική, αλλά την ίδια στιγμή νιώθει ότι ζημιώνεται, όταν ο ηγέτης επιβαρύνεται και καταπονείται από το εξουθενωτικό πρόγραμμα, για το οποίο είναι συνυπεύθυνες η FIBA και η Euroleague Basketball.
Κατά σύμπτωση, τα δύο πρωταθλήματα Ελλάδος, που κατέκτησε ο Ολυμπιακός (2011-12 και 2014-15), τα πήρε μετά τα καλοκαίρια, κατά τα οποία ο Σπανούλης απουσίαζε από την Εθνική: Τον Ιούλιο του 2011, ο Λαρισαίος γκαρντ υπεβλήθη σε επέμβαση κοιλιακών-προσαγωγών και δεν συμμετείχε στο Ευρωμπάσκετ της Λιθουανίας, ενώ πέρυσι, οι ενοχλήσεις στο γόνατο και το απαγορευτικό εκ μέρους των ορθοπεδικών τον έθεσαν νοκ άουτ από το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ισπανίας.
Ο Σπανούλης, λοιπόν, και όσοι συνεργάζονται μαζί του, εκτιμούν πως το κορμί του μπορεί να αντέξει τους κραδασμούς για τουλάχιστον (θυμηθείτε το αυτό) 4-5 χρόνια ακόμη και ότι αν δεν προκύψουν τραυματισμοί, η καθημερινή εκγύμναση και η ζωή που κάνει θα του επιτρέψουν να αγωνίζεται στο υψηλότερο επίπεδο ως τα 37-38 χρόνια του. Και τότε, φυσιολογικά, θα αποχαιρετίσει τη δράση νιώθοντας γεμάτος από κάθε άποψη. Ο πρωταθλητισμός, όμως, και στην Εθνική, η δίμηνη ενασχόληση, τα ταξίδια και οι διοργανώσεις θα τον επιβάρυναν αρκετά και για αυτό, «με βαριά καρδιά», όπως είπε χαρακτηριστικά, έβαλε φρένο στον εαυτό του.
Το έκανε, φαινομενικά, όποτε ήθελε αυτός και με τον δικό του τρόπο. Τη στιγμή, που επέλεξε εκείνος και όχι τη στιγμή που ενδεχομένως να επέλεγε κάποιος άλλος για αυτόν, όπως έχει συμβεί με άλλους σημαντικούς παίκτες στο παρελθόν. Ετσι λειτουργούν οι μεγάλοι παίκτες και αν δεν είχαν εγωισμό δεν θα έφταναν ψηλά, κάτι που ισχύει φυσικά και για τον Σπανούλη. Οσο για το συγκεκριμένο timing, έπειτα από ένα παιχνίδι με τη Λετονία, που έκρινε τη συμμετοχή στο επόμενο Προολυμπιακό και όχι κάτι σπουδαιότερο; Η απάντησή του ήταν αφοπλιστική όταν ρωτήθηκε από συγγενικό του πρόσωπο: «Φεύγω με το κεφάλι ψηλά. Το αν θα πετύχεις ή θα αποτύχεις σε μια διοργάνωση, είναι κάτι που δεν μπορεί να το προκαθορίσει κανείς. Εγώ σταματάω μέσα στο γήπεδο και αυτό είχα πάντα στο μυαλό μου».
Γιατί όμως να σταματήσει κι αυτός τόσο νωρίς; Την ίδια απορία εξέφραζε και ο μεγάλος Παναγιώτης Γιαννάκης βαδίζοντας στην κερκίδα των δημοσιογράφων μετά τον σχολιασμό του τελευταίου αγώνα της Εθνικής για λογαριασμό του ΟΤΕ TV. Προφανώς, ο «Δράκος» δυσκολεύεται κάπως να δεχτεί ότι ένας τόσο σπουδαίος παίκτης, ο οποίος έχει αποδείξει εμπράκτως την αγάπη του για την Εθνική και θα μπορούσε να παίξει περισσότερα χρόνια, αποφάσισε να γράψει τους τίτλους τέλους μόλις σε ηλικία 33 ετών. Μια λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά: Ο Σπανούλης βοήθησε την Εθνική, δεν κέρδισε κάτι από αυτή. «Γιατί ρε ο Βασίλης;», αναρωτήθηκε ο Γιαννάκης αναβλύζοντας στενοχώρια και πιστεύοντας ακράδαντα ότι ο λαρισαίος γκαρντ είχε κι άλλα να δώσει, όπως εκείνος έφτασε τα 37 και τότε αποχαιρέτισε τους συμπαίκτες του στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντας τον Αύγουστο του 1996.
Παρεμπιπτόντως, ο Γιαννάκης είναι ο μοναδικός από τους πέντε μεγάλους του ελληνικού μπάσκετ, που αποχώρισε όπως είχε ονειρευτεί: Ούτε ο Νίκος Γκάλης στο Ευρωμπάσκετ της Ρώμης το 1991, ούτε ο Θοδωρής Παπαλουκάς στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008, ούτε ο Διαμαντίδης στο Μουντομπάσκετ της Τουρκίας το 2010, ούτε ο Σπανούλης στο Ευρωμπάσκετ το 2015 είχαν ένδοξο τέλος από την Εθνική. Και αυτό είναι κάτι, που πρέπει να απασχολήσει τους αρμόδιους. Σε τελική ανάλυση, γιατί να βρίσκεται στην Εθνική Ισπανίας ο Χόρχε Γκαρμπαχόσα και όχι ο Παπαλουκάς ή ο Τσαρτσαρής ή ο Ντικούδης ή ο Ρεντζιάς στη δική μας Εθνική; Η γιατί να μην είναι ο Ζήσης όταν αποσυρθεί;
«Στην Ελλάδα θεωρούν τους παίκτες αναλώσιμους. Δεν αποκλείεται κάποιοι να αποτρέπουν συστηματικά τη διόγκωση του ονόματος ενός παίκτη-σταρ, ο οποίος θα μπορούσε να τους δημιουργήσει προβλήματα στο μέλλον», μου έλεγε πριν από μερικές εβδομάδες ένας πρώην διεθνής και αντιλαμβάνομαι ότι αυτή η συζήτηση θα έχει γίνει αρκετές φορές μεταξύ των παικτών της προηγούμενης γενιάς, όπως και η μηδενική μέριμνα να τιμηθούν οι πρωταθλητές Ευρώπης του Βελιγραδίου.
Εχω την αίσθηση ότι ο Σπανούλης επέσπευσε την αποχώρησή του από την Εθνική. Το δούλευε στο μυαλό του αναζητώντας το πότε, αλλά υπό άλλες συνθήκες δεν θα ανακοίνωνε το «αντίο» πριν από το Προολυμπιακό Τουρνουά χάνοντας την τελευταία ευκαιρία να διεκδικήσει την πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο ντε Τζανέιρο, πόσω μάλλον όταν ο ίδιος έχει δηλώσει δημόσια ότι το απωθημένο του είναι ένα ολυμπιακό μετάλλιο.
Αν η κατάσταση στην Εθνική ήταν πιο ξεκάθαρη ως προς την αγωνιστική φιλοσοφία της, την επιλογή των προσώπων, την κατανομή των ρόλων και τη στρατηγική της στο παρκέ, αν δεν συγκρούονταν παραστάσεις και μπασκετικοί κόσμοι, ενδεχομένως να μην στεκόταν μπροστά στις κάμερες μετατρέποντας σε ιστορική την αναμέτρηση με τη Λετονία στο «Πιέρ Μορουά» της Λιλ. Θα το σκεφτόταν δύο και τρεις φορές περισσότερο.
Υγ. Πάντως, όσο παράξενο κι αν σας φαίνεται, δεν θα πέσω από τα σύννεφα, αν το επόμενο ή το μεθεπόμενο καλοκαίρι αναιρέσει την απόφασή του και επιστρέψει στην Εθνική για έναν τελευταίο χορό. Αν πάλι όχι, οφείλουμε ούτως ή άλλως να τον ευχαριστήσουμε για τις αναμνήσεις. Οπως λένε και στο Αμέρικα: «Thanks for the memories Billy»…
- Likes0
- Dislikes0