MENU

Αθώος ο κατηγορούμενος! Αθώος! Άλλωστε και κακούργημα να ήταν, θα είχε παραγραφεί εδώ και χρόνια. Εξάλλου δεν μιλάμε για προμήθειες από αγορά υποβρυχίων ή τίποτα Βατοπέδια, αλλά για μερικά «κατοστάρικα» της εποχής. Της εποχής που έμελλε να εκτοξεύσει το μπάσκετ και τον ελληνικό αθλητισμό.

Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, μου έρχεται πάντα στο μυαλό η «τρέλα» εκείνου του απογεύματος, πίσω στο μακρινό πια, 1987. Ήταν μεσημεράκι της μεγαλύτερης ημέρας που έζησε η Ελλάδα, μέχρι την κατάκτηση του Euro 2004 στην Πορτογαλία.

Όλη η χώρα ζούσε στο ρυθμό που... χόρευαν ο «Γκάλης, ο Γιαννάκης, ο (τραυματίας) Φιλίππου και τα άλλα παιδιά». Το θαύμα ήταν διαρκές και από την πολυπόθητη πρόκριση στα προημιτελικά είχε φθάσει στον τελικό του Ευρωμπάσκετ. Απέμενε να υποταχθεί στο ταλέντο του μοναδικού Νίκου Γκάλη, το αστείρευτο πάθος του Παναγιώτη Γιαννάκη, στην σπάνια πληρότητα (του αγαπημένου) Φάνη Χριστοδούλου, την κυριαρχία του Παναγιώτη Φασούλα, τη δύναμη ψυχής του Αργύρη Καμπούρη, τη «φλόγα» της εξέδρας, η (τότε) ΕΣΣΔ του Γκομέλσκι για να ολοκληρωθεί αυτό το απροσδόκητο θαύμα.

Με σπίτι σχεδόν «μεσοτοιχία» με το θρυλικό ανοικτό γήπεδο της Ηλιούπολης, η «σπυριάρα» μπάλα ήταν αγαπημένη από τα πρώτα χρόνια της εφηβίας και ταλαιπωριόταν στα χέρια μου ήδη μια 3ετία στην «ΑΚΑΗ75». Για αυτό ήμουν στις κερκίδες του ΣΕΦ για τον αγώνα της α’ φάσης με τη Γαλλία. Η νίκη έδωσε στην ομάδα του Κώστα Πολίτη την πρόκριση στα προημιτελικά, που έμοιαζε με κατόρθωμα. Ποιος να φανταζόταν τι έκρυβε η συνέχεια! Αποκλεισμό της Ιταλίας στα προημιτελικά και της ενωμένης και πανίσχυρης Γιουγκοσλαβίας των Ντράζεν Πέτροβιτς, Ζάρκο Πάσπαλι, Ντίβατς, Ράτζα, Βράνκοβιτς κ.α. στον ημιτελικό.

Στον τελικό η ΕΣΣΔ των Μαρτσουλιόνις, Βολκόφ, Βάλτερς, Τσατσένκο και των άλλων μεγαθηρίων της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα είχε σημάνει «συναγερμός». Οι ώρες πλησίαζαν και η ιδέα της τηλεοπτικής παρακολούθησης δεν με ενθουσίαζε. Εισιτήριο δεν υπήρχε ούτε για δείγμα, αλλά δεν υπήρχε και κάποιος γνωστός που να μπορούσε να βοηθήσει.

«Μαύρη» αγορά

Τη στιγμή, λοιπόν, που ο κυρ Σπύρος ξάπλωσε για τον μεσημεριανό του ύπνο, υπέπεσα στο (αξέχαστο) αδίκημα. Ένα δευτερόλεπτο ήταν αρκετό για να μπει η σκέψη και η σκέψη να γίνει πραξη. Ένα δευτερόλεπτο. Το χέρι μάκρυνε περισσότερο από οτι έπρεπε. Μπήκε στη «χασάπικη» τσέπη του άπιετου καφέ παντελονιού του, πήρε μερικά κατοστάρικα δραχμές και με... έστειλε στην Ομόνοια σε αναζήτηση της «μαύρης αγοράς» που τόσες μέρες άκουγα στα ρεπορτάζ της ΕΡΤ ότι υπήρχε κάπου εκεί, γύρω από την κεντρική πλατεία της Αθήνας.

Μα που βρισκόταν; Να ήταν σε όροφο; Να ήταν κάποιο γωνιακό μαγαζί; Να ήταν σε κάποιον από τους δρόμους που οδηγούσαν στην Ομόνοια και όχι πάνω στην πλατεία;

Η ώρα έναρξης του τελικού είχε φθάσει και δεν υπήρχε «μαύρη», μηδέ «άσπρη» αγορά για εισιτήριο. Ώσπου ένα φορτηγάκι Volkswagen σταμάτησε απότομα μπροστά σε ένα περίπτερο. Ο οδηγός του άνοιξε νευρικά την πόρτα. Έκανε τρία βήματα και φώναξε «έχω 4 εισιτήρια του τελικού, παιδιά. Στην τιμή τους...»

Σοκ! «Θα προλάβω να φθάσω πρώτος; Θα τα καταφέρω ή θα τα πάρουν άλλοι;» Μέχρι να απαντήσω στις σκέψεις, βρέθηκα να κρατάω ένα κομμάτι, το μεγαλύτερο, ενός εισιτηρίου του τελικού. Στον πανικό που επικράτησε, ήμασταν δύο αυτοί που πιάσαμε ένα από τα εισιτήρια και δεν άντεξε. Είχα πάρει όμως το μεγαλύτερο κομμάτι... Η διαδρομή με τον ηλεκτρικό μέχρι το ΣΕΦ έμοιαζε με αιώνιο ταξίδι σαν εκείνο του Οδυσσέα στον Όμηρο.

Τελευταία δοκιμασία η αναζήτηση της Θύρας. «Νάτη. Είναι η επόμενη» αναφώνησα μόλις την αντίκρισα, αλλά δεν είχα προσέξει ότι οι πόρτες είχαν πλέον κλείσει. Μάταια ζητούσα να μου ανοίξουν. Ίσως ένα ολόκληρο εισιτήριο να έπειθε τον φύλακα να ανοίξει την αμπαρωμένη πόρτα, σκέφτηκα, το κομμένο που του επιδείκνυα από μακριά δεν του άλλαζε την απόφαση.

Έμεινα μπροστά σε μια καντίνα να βλέπω το ματς σε μια τηλεόραση, μέχρι τις βολές του Ανδρίτσου που έστειλαν τον τελικό στην παράταση. Οι πιο κρίσιμες βολές. Πιο κρίσιμες και από τις καθοριστικές του Αργύρη Καμπούρη, που όλοι θυμούνται.

Τότε οι πόρτες άνοιξαν και μπόρεσα να τρυπώσω κι εγώ στο ΣΕΦ. Ήμασταν πάρα πολλοί που μπήκαμε έτσι. Ήταν ήδη υπεράριθμοί εκείνοι ήταν μέσα. Περισσότερο πλάτες έβλεπα πάρα τον Γκάλη να μαγεύει φίλους και εχθρούς. Ακόμη και τον Καμπούρη δεν μπόρεσα να τον διακρίνω στις βολές που μας έστειλαν στον... παράδεισο.

Από τις φωνές κατάλαβα ότι ευστόχησε, από τις σαμπάνιες που άνοιγαν η μια μετά την άλλη συνειδητοποιήσαμε εκεί στη... γαλαρία του πάνω διαζώματος ότι η Ελλάδα πέτυχε το ακατόρθωτο. Ότι κατέκτησε το πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο στην ιστορία της, πως για πρώτη φορά απέδειξε οτι δεν είναι μια μίζερη χώρα, που μπορούσε να διαφημίζει μόνο τα σουβλάκια, τη φέτα, τη χωριάτικη, τα greek-kamakia των νησιών και φυσικά την Ακρόπολη.

Ο θρίαμβος του 1987, από τον οποίο συμπληρώνονται σήμερα 30 ολόκληρα χρόνια, έχω την εντύπωση ότι αποτέλεσε φάρο για τις επόμενες επιτυχίες της Ελλάδας. Σίγουρα σε ομαδικό επίπεδο, καθώς θεωρώ πως το χρυσό μετάλλιο της Πατουλίδου (αλλά και του Πύρρου) στη Βαρκελώνη το 1992 έδωσε μια νέα ώθηση στον ελληνικό αθλητισμό (κυρίως σε ατομικό επίπεδο).

Ο πελαργός έφερε νέα νοοτροπία

Το 25ο Ευρωμπάσκετ, το τουρνουά του «Ολύμπιου» που ήταν η μασκότ της διοργάνωσης, είναι το ορόσημο του ελληνικού μπάσκετ και όχι μόνο. Εκείνος ο «Πελαργός» μπορεί να έχει επιβεβαιωθεί οτι δεν είναι ο τρόπος για να έρθουν στη ζωή μωρά, έφερε όμως στο άθλημα (και τη χώρα) μια νέα νοοτροπία και αποτίναξε από πάνω μας την «αθλητική κακομοιριά».

Στάθηκε αιτία για να ενωθεί για πρώτη φορά όλη η χώρα, η οποία είχε πολιτικές διαφορές που τις χαρακτήριζαν η ένταση και το μίσος. Όλοι μαζί ξεχυθήκαμε στους δρόμους για να πανηγυρίσουμε την επιτυχία. Έτσι κατόρθωσα να επιστρέψω κι εγώ στο σπίτι, όπου η αγωνία για το που βρισκόμουν είχε γίνει οργή. Η κινητή τηλεφωνία βλέπετε δεν είχε ακόμη γεννηθεί και πριν απελπιστούν όλοι στην οικογένεια έφθασα στο σπίτι.

Στην καρότσα

Πρώτα δοκίμασα τη δική μου απελπισία να βρω τρόπο να επιστρέψω. Μέσα στα εκατοντάδες αυτοκίνητα, μηχανάκια που είχε ξεχυθεί στους δρόμους διέκρινα το ανοικτό φορτηγάκι του πατέρα του φίλου του Σάκη. Ήταν για το πρακτορείο ποτών και αναψυκτικών, στο οποίο δούλεψα δύο καλοκαίρια παρέα με τον Σάκη να βγάζουμε χαρτζιλίκι. Βρέθηκε εντελώς τυχαία μπροστά μου στην παραλιακή. Έτρεξα και σκαρφάλωσα κι εγώ στην καρότσα, μαζί με τον Σάκη τον Δημητρόπουλο, τον Χρήστο Ζώταλη, τον Λουκά Γαρμπη (αν θυμάμαι σωστά) και άλλους φίλους και συγγενείς. Η κόρνα μας ενώθηκε με των υπολοίπων αυτοκινήτων και δημιούργησε μια... μελωδία που για άλλους θα ήταν πιο ενοχλητική κι από τις «βουβουζέλες» στα γήπεδα της Αφρικής, αλλά εμείς τότε νιώθαμε τόσο ωραία, όσο οι εξοικειωμένοι με τον ήχο τους, Αφρικανοί. Όχι βέβαια γιατί ο Γκομέλσκι είπε ότι αν το Ευρωμπάσκετ γινόταν στην Μαυριτανία θα το κατακτούσαν οι Μαυριτανοί, αλλά διότι ήταν τόση η ευτυχία και η χαρά που όλα έμοιαζαν υπέροχα.

Κι όντως η 14η Ιουνίου του 1987 ήταν πραγματικά υπέροχη. Αξέχαστη και αναλοίωτη τριάντα χρόνια μετά. Για πάντα! Ο κυρ Σπύρος και η λατρεμένη μου κυρ Βάσω συγχώρεσαν την «τρέλα» του Σωτηράκη. Ουσιαστικά έκαναν τα... στραβά μάτια για το «μακρύ» χέρι του, αφού απλά... μάκρυναν λίγο το ένα του αυτί. Ένα χρόνο αργότερα, όταν υπέπεσε σε ανάλογο πταίσμα, οι συνέπειες ήταν πιο δυσάρεστες και συνάμα... διδακτικές (για όλη τη ζωή).

Αντιλαμβάνεστε πως άλλο πράγμα η 5ημερη της Γ΄ Λυκείου κι άλλο το εισιτήριο του τελικού στο Ευρωμπάσκετ. Είπαμε: Ο Γκάλης, ο Γιαννάκης, ο Φιλίππου και τα άλλα παιδιά του Πολίτη είχαν σβήσει τα πάθη, τα μίση και την οργή... Μέσα στη μέθη του θριάμβου συγχωρέθηκαν και ξεχάστηκαν τα πάντα. Αντιθέτως η πενθήμερη δεν μπορούσε να δώσει κανένα... συγχωροχάρτι. 30 χρόνια ύστερα από το 103-101 επί της ΕΣΣΔ, το θαύμα της Εθνικής δίνει την ευκαιρία της δημόσιας ομολογίας για το «πταίσμα» της 14ης Ιουνίου 1987 αλλά και για το επιπόλαιο, εφηβικό, «κακούργημα» του 1988, που (τυπικά) δεν συγχώρεσε ποτέ ούτε ο Σπύρος, ούτε η Βάσω...

Συγχωροχάρτι από τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φάνη και τα άλλα παιδιά