MENU

Τα πρώτα 9 χρόνια της θητείας τους στον Παναθηναϊκό αποτελούν τρανή απόδειξη (ακόμα μία) ότι το χρήμα δε φέρνει την ευτυχία, αν αυτή δεν είναι ριζωμένη σε ισχυρά θεμέλια.

Ακόμα κι αν είσαι φανατικός οπαδός του Ολυμπιακού, αλλά διακατέχεσαι από ελαφρύ ρομαντισμό, είμαι σίγουρος ότι σκέφτηκες ότι σου λείπουν οι Παυλοθανάσηδες, όπως, με συμπάθεια αλλά και απόλυτα τίμιο, πεζοδρομιακό σεβασμό έμαθες να τους αποκαλείς.

Η γιορτή που έστησε ο Παναθηναϊκός για να τιμήσει τους θρύλος της ιστορίας του και να ονοματοδοτήσει τον Τάφο του Ινδού σε “Παύλος Γιαννακόπουλος” έχει έναν και μοναδικό τίτλο: “Μόνο δάκρυα…”. Και τα δάκρυα εντός κι εκτός εισαγωγικών.

Είναι ελάχιστο μέγεθος ένας δημοσιογράφος για να μεταφέρει λέξεις και συναισθήματα σε μία γιορτή που ο Θανάσης Γιαννακόπουλος, δακρυσμένος, είχε τα κότσια και το κουράγιο να βγάλει από το στόμα του μία τόσο βαριά σε αξία και σημασία κουβέντα.

Οι λαϊκοί άνθρωποι, που έφαγαν τη ζωή με το κουτάλι, είναι συμφιλιωμένοι με τον θάνατο και τον γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους. Τον αντιμετωπίζουν δίχως φόβο. Οπως έκανε ο Θανάσης Γιαννακόπουλος, τα δάκρυα του οποίου δεν έτρεξαν επειδή κάποια στιγμή, όπως όλοι μας, θα ταξιδέψει μακριά από τούτο τον κόσμο, αλλά γιατί δε θα ξαναζήσει στιγμές όμοιες με τη χθεσινή, όμοιες με τόσες πολλές, τόσο ισχυρές, τόσο θριαμβευτικές που του χάρισαν τα πέντε τιμώμενα πρόσωπα (με κάμποσους άλλους παρέα), αλλά και το ΟΑΚΑ να τρίζει από συναισθηματικές μετακινήσεις των πλακών του.

Ο Παύλος και ο Θανάσης Γιαννακόπουλος, δύο από τους κορυφαίους παράγοντες που γέννησε τούτος ο τόπος, ακόμα και σήμερα, πολύ περισσότερο σήμερα, εκφράζουν και μας θυμίζουν το διοικητικό στάτους μίας άλλης, όχι αθώας, αλλά πιο ανθρώπινης εποχής του αθλητισμού.

Τότε που ο κόσμος κάθε άλλο παρά αγνότερος ήταν, αλλά είχε επικεφαλής παράγοντες με απόλυτη γνώση των κοινωνικών ιστών, των ρόλων, των προορισμών του καθενός και της αξιοπρέπειας.

Κάθε απαίτηση για απόλυση εκείνες τις εποχές συνοδευόταν, μερικές μέρες μετά, με ένα ιδιότυπο συγγνώμη, που μπορεί να μην ακουγόταν ποτέ, αλλά το αισθανόσουν οτι βγαίνει από την ψυχή τους. Προσπάθησαν να με απολύσουν οι Γιαννακόπουλοι όταν ήμουν στον “Φίλαθλο” στην υπόθεση της επιστροφής του Μποντίρογκα, όταν τελικά υπέγραψε στη Ρόμα.

Μερικές εβδομάδες αργότερα σε ένα τουρνουά στη Ρόδο, ο Θανάσης Γιαννακόπουλος μου έδινε να καταλάβω ότι ένιωθε το λάθος που είχε γίνει εκείνο το καλοκαίρι. Δεν γινόταν να τους κρατήσεις ποτέ κακία. Για τίποτα σχεδόν.

Σήμερα, μία απειλή απόλυσης, συνοδεύεται από πάρα πολλά. Εντός κι εκτός γηπέδου.

Η χθεσινή γιορτή θύμισε στους φίλους του Παναθηναϊκού και του μπάσκετ τις τεράστιες στιγμές που έχουν προσθέσει στη βίβλο των αθλητικών εμπειριών τους και σε όλους εμάς την θλίψη για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα. Την κατάσταση που οι τωρινοί εμπλεκόμενοι με τη διοίκηση αθλητικών οργανισμών επιβάλουν. Μία κατάσταση χωρίς κανόνες, χωρίς νόμους, χωρίς αρχές, ανθρωπισμό, σεβασμό κι αξιοπρέπεια. Μία κατάσταση που χαρτογραφείται μεταξύ δύο ή περισσότερων χαρακωμάτων στο μέσο μίας εμπόλεμης κατάστασης, όπου η βία είναι μέρος της καθημερινότητας.

Ο Παύλος Γιαννακόπουλος, όσο και ο αδελφός του δε θα επέτρεπαν ποτέ να δημιουργηθεί τέτοια ατμόσφαιρα. Δεν ήταν “άγιοι”, έκαναν τα λάθη τους, πήγαν στην άλλη πλευρά του ποταμού, ξέφυγαν, αλλά ό, τι κι αν έκαναν, ουδέποτε ξεχνούσαν τις αρχές και το ήθος που κουβαλούσαν ως ισχυρή βάση χαρακτήρα. Και η μεγάλη διαφορά από τους σημερινούς παράγοντες, που δεν τους φτάνουν ούτε στο μικρό δαχτυλάκι (έστω κι αν είναι ψηλότεροι, πιο όμορφοι, πιο τρομακτικοί) είναι ότι γνώριζαν μέσα τους πως το μεγαλείο της δικής τους ομάδας, θα έβρισκε την πραγματική διάστασή του, αν ταυτόχρονα υποστηριζόταν και μεσουρανούσε το μεγαλείο του αιώνιου αντιπάλου. Ηξεραν ότι ο Παναθηναϊκός οφείλει εν πολλοίς την ύπαρξή του στον Ολυμπιακό, όπως φυσικά ισχύει και το αντίθετο. Ο ανταγωνισμός δεν ήταν ποτέ μίσος. Η αντιδικία δεν πήρε ποτέ διαστάσεις πολέμου. Για αυτό και κατά καιρούς, οι δύο σύλλογοι είχαν διαύλους επικοινωνίας με συμφωνίες κυρίων που τηρούνταν.

Από τη χθεσινή βραδιά, θεωρώ ότι ένας άνθρωπος που προικίστηκε με σκέψεις, ιδέες, διδάγματα και μαθήματα, είναι ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος. Τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να συμβαίνει. Είναι γεγονός ότι τους τελευταίους μήνες η στάση του έχει αλλάξει. Και είναι προς όφελος της δικής του εικόνας, αλλά και της ομάδας του. Χθες, ο Δημήτρης κανονικά θα έπρεπε να φύγει από το ΟΑΚΑ περιχαρής, συγκινημένος και προβληματισμένος. Μα και περήφανος για την οικογένειά του.

Ο πατέρας του και ο Θείος του έχουν λατρευτεί από τον κόσμο του Παναθηναϊκού ως οι μεγαλύτεροι ευεργέτες του τριφυλλιού. Εχουν κερδίσει τον απόλυτο σεβασμό των αιώνιων αντιπάλων, αλλά και των οπαδών κάθε ομάδας. Πράγμα σπάνιο για την ελληνική αθλητική κοινωνία της τελευταίας 20ετίας.

Φυσικά και τα οικονομικά δεδομένα ήταν διαφορετικά τότε. Σήμερα, η δυνατότητα επένδυσης στο μπάσκετ ακόμα και από τρανούς, επιτυχημένους επιχειρηματίες είναι τεράστια υπερβολή, ίσως και πρόκληση. Ο κόσμος όμως, για να σεβαστεί δεν απαιτεί υπερβολές. Απαιτεί πάνω απ’όλα ανθρωπιά και αγάπη για τη φανέλα, σεβασμό στην ίδια την ομάδα. Αρετές που δεν αποδεικνύονται ούτε με κλωτσοπατινάδες, ούτε με μπινελίκια στις κάμερες, ούτε με άθλιες επιθέσεις και απειλές στα αποδυτήρια των διαιτητών, ούτε ακατανόμαστε εκφράσεις στους αντιπάλους. Το legacy των Γιαννακόπουλων, όπως κατατέθηκε ότι γιγαντώνεται χθες από τον κόσμο του Παναθηναϊκού, χρειάζεται διάδοχο. Με κοινά χαρακτηριστικά όμως και όχι ξένες προς τους ίδιους τους θρύλους του τριφυλλιού, συμπεριφορές.

Υ.Γ. Το 1991 ήταν, όταν είχα ανέβει στο ΟΑΚΑ με δύο φίλους να παρακολουθήσουμε ένα παιχνίδι του ποδοσφαιρικού Παναθηναϊκού, εξ αφορμής ότι ένας από τους κολλητούς της εποχής είχε εισιτήρια διαρκείας. Οι επισκέψεις μου στα ποδοσφαιρικά γήπεδα ήταν σπάνιες. Από τότε! Φεύγοντας από το ΟΑΚΑ περπατήσαμε με τους φίλους μέχρι την λεωφόρο Κηφισίας για να περιμένουμε το λεωφορείο που θα μας κατέβαζε στους Αμπελόκηπους. Μετά από 20 λεπτά αναμονής κι ενώ ο κόσμος τριγύρω μας, στη στάση, είχε πληθύνει και η περιπέτεια στο λεωφορείο θα ήταν μάλλον δυσάρεστη και …ασφυκτική, ακριβώς μπροστά στη στάση και στα εμβρόντητα βλέμματα των ανθρώπων που βρίσκονταν εκεί, εμφανίζεται μία τεράστια Mercedes. O οδηγός πάτησε απότομα το φρένο μπροστά μου. Ανοιξε το παράθυρο του συνοδηγού και μου λέει… “Που πάς αγόρι μου;” με ρώτησε…

“Σπίτι μου, στους Αμπελόκηπους”απάντησα με συστολή και έντονες δόσεις ντροπής για την εικόνα που εκτυλισσόταν.

“Ελα μπες, μέσα, θα σε κατεβάσω εγώ” είπε…

“Ευχαριστώ πολύ, αλλά δεν είμαι μόνος μου, είμαι με δύο φίλους μου. Σας ευχαριστώ πολύ πάντως” βρήκα το κουράγιο να του πω

“Ποιοι είναι οι φίλοι σου αγόρι μου; Δεν πειράζει. Φέρτους κι αυτούς μέσα…” με προέτρεψε…

“Μα μιλάτε σοβαρά; Είστε σίγουρος;” του αντιγύρισα

“Μπείτε μέσα, έλα, έλα” απάντησε αυτός.

Κοιταχτήκαμε με τους δύο φίλους, χαμογελάσαμε και μπήκαμε τελικά. Ο οδηγός ήταν ο Παύλος Γιαννακόπουλος που κατά τη διάρκεια της διαδρομής μάς ζήτησε 5 φορές συγγνώμη που δεν μπορούσε να μας “αδειάσει” μπροστά στην πόρτα του σπιτιού μας, αλλά έπρεπε να μας αφήσει στην γωνία Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Δηλαδή, 100 μέτρα μακριά από τα σπίτια μας…

Εμένα με γνώριζε διότι τότε, είχα αρχίσει να γίνομαι μέλος της αντρικής ομάδας μπάσκετ του Παναθηναϊκού.

Που να ήξερε όμως, πως θα μπορούσε να φανταστεί, ότι ο ένας από τους δύο φίλους μου που έβαλε στο πίσω κάθισμά της Mercedes του, σχεδόν 25 χρόνια αργότερα, θα γινόταν ο πρωθυπουργός της χώρας;

Υ.Γ. 1 Κύριε Παύλο, κύριε Θανάση οι διαφορές μας πολλές φορές ήταν χαωτικές και αγεφύρωτες, οι διενέξεις (όποιες είχαμε) σχετικά έντονες, αλλά ο σεβασμός δεν έλειψε ούτε για μία στιγμή. Ολα αυτά τα χρόνια. Ακόμα και την εποχή του Φιλάθλου! Το ελληνικό αλλά και το ευρωπαϊκό μπάσκετ σας χρωστάει πολλά που το τιμήσατε. Και πρέπει να σας ευχαριστεί για πάντα.

Υ.Γ. 2 Τζιμάκο Φουντά, εκεί που είσαι τώρα, στη Νεμπράσκα, ελπίζω να θυμάσαι το πρώτο υστερόγραφο… Και είμαι σίγουρος ότι το θυμάσαι

Μόνο δάκρυα...