MENU

Mε αφορμή τη νίκη του Κοροίβου Αμαλιάδας επί του ΠΑΟΚ,  όπου εργάζεται ο πατέρας του Σούλης, αφηγείται τη συνταρακτική ιστορία του αποδεικνύοντας ότι με θέληση και αποφασιστικότητα μπορεί κάποιος να βγει νικητής από την πιο σκληρή δοκιμασία.

Ισως για πρώτη φορά, ο Χάρης μιλάει με λεπτομέρειες για το πιο δυσάρεστο γεγονός της ζωής του. Σε ένα ταξίδι - Οδύσσεια με προορισμό τη σουηδική πόλη Λούλιο, όπου η αποστολή της τότε ομάδας του, του Ηρακλή, είχε χρειαστεί να αλλάξει τρεις πτήσεις για τον ευρωπαϊκό αγώνα της Σουπρολίγκας με την Πλάνια (στις 7.2.2001, σκορ 90-94 υπέρ του Γηραιού), προσπάθησε να σηκωθεί από τη θέση του, αλλά τα κάτω άκρα του δεν υπάκουγαν. 

«Συνέβη στη διάρκεια της τρίτης πτήσης», θυμάται ο 19χρονος τότε πόιντ γκαρντ. «Κάποια στιγμή αισθάνομαι ότι μουδιάζουν τα πόδια μου, αλλά μέσα μου είπα ότι κάτι τέτοιο ήταν λογικό έπειτα από τόση ταλαιπωρία. Οταν, όμως, προσπάθησα να σηκωθώ από τη θέση μου, δεν τα ένιωθα καθόλου. Αισθανόμουν σαν να είμαι παράλυτος από τη μέση και κάτω. Αυτό το μαρτύριο κράτησε μερικές ώρες και εκείνες τις στιγμές χίλιες σκέψεις σουβλίζουν το μυαλό σου. Ευτυχώς, άρχισα σιγά-σιγά να ξανανιώθω τα πόδια μου και αμέσως αποφασίσαμε να γυρίσουμε στη Θεσσαλονίκη με τον ιατρό της ομάδας για να περάσω από τις απαραίτητες εξετάσεις. 

Τελικά, δεν έπασχα από το σύνδρομο οικονομικής πτήσης, όπως γραφόταν ευρέως εκείνη την εποχή, αλλά από μια όχι και τόσο συνηθισμένη πάθηση, το λεγόμενο σύνδρομο Guillain - Barre, που επηρεάζει τα περιφερικά νεύρα, τα νεύρα δηλαδή που βρίσκονται εκτός κρανίου και σπονδυλικής στήλης και μεταφέρουν μηνύματα στους μύες για να λειτουργήσουν. Εμένα με κτύπησε στα πόδια, άλλοι ασθενείς παραλύουν προσωρινά σε πόδια και χέρια, άλλοι στον θώρακα, που είναι και το επικίνδυνο. Για να καταλάβετε πόσο σπάνιο είναι αυτό το σύνδρομο, να σας πω ότι παρουσιάζεται σε 1-2 άτομα για κάθε 100.000!». 

Σοκ. Ακόμη και όταν ακούς την ιστορία, όσο ψύχραιμα και αν την αφηγείται ο Χάρης, πόσω μάλλον όταν έχεις ζήσει αυτή την περιπέτεια, η οποία ουσιαστικά στάθηκε η αφορμή για να τερματίσει, όχι εκείνη τη σεζόν, αλλά μερικά χρόνια αργότερα, την αθλητική καριέρα του. «Σιγά-σιγά η κίνηση των ποδιών μου επέστρεψε, αλλά ποτέ δεν έφτασε στο 100%, ώστε να μπορώ να συνεχίσω να παίζω επαγγελματικά. Εκανα τεράστιες προσπάθειες, πάλεψα πολύ, γιατί το μπάσκετ το λάτρευα και το λατρεύω, αλλά με τον Θεό δεν μπορείς να τα βάλεις. Ζορίστηκα, μόχθησα, ξόδεψα ατέλειωτες ώρες για αποκατάσταση και ενδυνάμωση, αλλά δεν μπορούσα να επιστρέψω στο σημείο, όπου ήμουν πριν και έτσι αποφάσισα να αρχίσω από το μηδέν κάτι, που πλέον αγαπάω εξίσου, την προπονητική», εξομολογείται ο γιος του Σούλη Μαρκόπουλου και παραδέχεται ότι εκείνη η σκληρή δοκιμασία τον έφερε ακόμη πιο κοντά στον Θεό γιγαντώνοντας την πίστη του. 

«Η πίστη μου πάντα υπήρχε. Πιστεύω πάρα πολύ στον Θεό, αν και κάθε άνθρωπος πιστεύει με τον δικό του τρόπο. Εμένα αυτή η περιπέτεια με έκανε πιο δυνατό. Εδωσε νόημα σε κάθε μέρα που περνάει. Επιβεβαίωσε ότι όλα για κάποιο λόγο γίνονται και ότι τίποτε δεν τελειώνει, αν κάτι κακό συμβεί στα 19, στα 20 ή στα 23. Εμαθα να το διαχειρίζομαι και να μην μεμψιμοιρώ. Να κοιτάζω μπροστά και να αντιμετωπίζω με θετική ενέργεια τις αντιξοότητες. Υπό αυτή την έννοια, μπορείς και να το πεις αυτό, ότι εκείνη την περίοδο η πίστη μου στον Θεό γιγαντώθηκε», μας λέει ο νεαρός προπονητής και δέχεται ένα ερώτημα, που ούτε εύκολα διατυπώνεται (συνέβη όμως έπειτα από πολύωρη συζήτηση), ούτε εύκολα απαντιέται. Γιατί είναι υποθετικό, αλλά και πολύ ανθρώπινο, έχει ψυχολογική υπόσταση. 

«Τι θα προτιμούσες; Μια καριέρα στους πάγκους σαν του πατέρα σου και ακόμη καλύτερη ή να αγωνιζόσουν ακόμη με τον Σπανούλη και με τον Ζήση στην Εθνική;». Παύση. Δεν είναι εύκολο, το αντιλαμβάνεται κανείς, όμως, ο Χάρης το έχει φιλοσοφήσει και προφανώς το έχει σκεφτεί δεκάδες φορές, όταν μετά τη φριχτή εμπειρία του 2001 τα έβρισκε ξανά με τον εαυτό του. «Θα σου απαντήσω!», αποκρίνεται ακαριαία βγάζοντας από μέσα μου ένα βάρος. «Είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Η αγάπη μου για το άθλημα με έχει κάνει να αγαπήσω και την προπονητική. Χωρίς να με απασχολεί το πού θα φτάσω. Υπάρχουν πολλοί, καλοί προπονητές, που δεν βρίσκονται στη βιτρίνα, αλλά μπορεί να είναι καλύτεροι από άλλους. Εγώ θέλω να απολαμβάνω την κάθε στιγμή και αν μπορώ, να βελτιώνω τους παίκτες ως προς τον τρόπο σκέψης και να τους αναπτύσσω γενικότερα. Το μπάσκετ είναι τόσο ωραίο άθλημα. Εχει τύχει κατά τη διάρκεια της προπόνησης, να πω στους παίκτες ‘μακάρι να μπορούσα τώρα να δεθώ και να παίξω έστω ένα παιχνίδι. Να βρεθώ ξανά στο παρκέ και να το απολαύσω’. Τους το λέω καμιά φορά για να τους δείξω ότι όσο δύσκολοι και αν είναι οι ρυθμοί και όσο μεγάλη πνευματική κόπωση αν δημιουργείται, πρέπει να καταλάβουν πόσο ωραίο είναι αυτό που κάνουν. Δυστυχώς, την αξία ενός πράγματος τη συνειδητοποιείς όταν αυτό σου λείπει. Είναι λογικό, λοιπόν, να μην έχω απολαύσει το μπάσκετ όσο θα ήθελα, αλλά νιώθω ευλογημένος γιατί αν δεν είχα περάσει όλα αυτά, ίσως να μην ήμουν αυτός που είμαι σήμερα. Τα μικρά πράγματα είναι αυτά που σου δίνουν χαρά και όχι το ποιος είσαι ή το πού μπορείς να φτάσεις»… 

Τόνι Πάρκερ. «Ξέρω τι θα με ρωτήσεις», απαντά και δεν χρειάζεται καν να υποβληθεί η ερώτηση. «Σε ένα τουρνουά στη Μούρθια, είχαμε παίξει αντίπαλοι με τις Εθνικές Εφήβων. Εγώ είχα βάλει 33 και εκείνος 34. Αυτό συνέβη ένα καλοκαίρι πριν από την κατάκτηση του χάλκινου μεταλλίου στο Ευρωμπάσκετ 2000 στο Ζάνταρ της Κροατίας. Υπήρχε σεβασμός μεταξύ μας. Μερικά χρόνια αργότερα μου το είπε και ο Ζήσης, ότι σε έναν αγώνα της Ανδρών, μάλλον στο Ευρωμπάσκετ 2005, στο Βελιγράδι, ο Πάρκερ τον είχε ρωτήσει για μένα, τι κάνω, πού βρίσκομαι. Οι συγκεκριμένες φουρνιές παικτών, τόσο της Ελλάδας, αλλά και της Γαλλίας, έβγαλαν σπουδαίους παίκτες. Θυμάμαι ότι σούταρε ο Πάρκερ, πηδούσε για το επιθετικό ριμπάουντ ένας συμπαίκτης του, αλλά δεν έφτανε την μπάλα, πηδούσε δεύτερος και ερχόταν ο τρίτος για να την καρφώσει. Στο Ζάνταρ είχαμε χάσει στον ημιτελικό, αλλά η δική μας γενιά είχε μεγάλες επιτυχίες νωρίτερα από τους Γάλλους σε επίπεδο νέων, αλλά και ανδρών. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον συναγωνισμό, που είχαμε στις προπονήσεις, ο οποίος μας έκανε όλους καλύτερους. Αισθάνομαι ευλογημένος που υπήρξα συμπαίκτης με αυτά τα παιδιά, τον Ζήση, τον Σπανούλη, που έχουν όλα τα φόντα, ώστε να γίνουν και σπουδαίοι προπονητές και με αυτό τον τρόπο να συνεχίσουν να προσφέρουν στο άθλημα». Για την ιστορία και για να καταλάβει κανείς την προοπτική που είχε στα παρκέ: Πρώτος σκόρερ σε εκείνο το Ευρωμπάσκετ: Ταπούτος (μ.ό. 16,3 π.), δεύτερος: Μαρκόπουλος (μ.ό. 13,6 π., 5,1 ρ., 4,5 ασ.), τρίτος: Σπανούλης (μ.ό. 10,1 π.), τέταρτος: Ζήσης (μ.ό. 8,8 π.).

Κεφάλαιο «Σούλης». Ξεκινάμε από ένα δεδομένο. Ούτε ο Χάρης, ούτε ο Σούλης Μαρκόπουλος θέλουν να μιλούν πολύ ο ένας για τον άλλον. Επειτα από αρκετή πίεση, ο Χάρης έκανε μια εξαίρεση, προφανώς γιατί δεν συμβαίνει και τόσο συχνά -αντιθέτως είναι σπανιότατο- να συναντιούνται ως αντίπαλοι προπονητές ένας πατέρας με τον γιο του! Οσοι, μάλιστα, τον γνωρίζουν καλά, υποστηρίζουν μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι ο Χάρης Μαρκόπουλος χάρηκε πολύ για τη νίκη του νεοφώτιστου Κοροίβου Αμαλιάδας επί της ομάδας του πατέρα του, ωστόσο στο πίσω μέρος του μυαλού του θα είχε σίγουρα και τον κυριακάτικο (22/2) ημιτελικό του Κυπέλλου Ελλάδος μεταξύ του ΠΑΟΚ και του Παναθηναϊκού στο κλειστό της Πυλαίας.

«Οταν έχεις ζήσει σε ένα περιβάλλον επί πέντε χρόνια και σε έχει βοηθήσει να δημιουργήσει τη δική σου οντότητα, είναι λογικό τα συναισθήματα να είναι ανάμικτα. Αυτό μου συνέβη και στο πρώτο, αλλά και στο δεύτερο ματς. Εκτιμώ ότι τα τελευταία χρόνια ο ΠΑΟΚ έχει πετύχει μεγάλες υπερβάσεις και παρά τη δύσκολη οικονομική κατάσταση έχει καταφέρει να κάνει το απίθανο να μοιάζει πιθανό. Αυτό οφείλεται στην οργάνωση, που έχει και στη λειτουργία της ομάδας, από τη διοίκηση ως το τεχνικό επιτελείο. Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα ότι αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση και μακάρι να υπάρξουν και άλλες ομάδες που να μπορούν να κάνουν το αδύνατο να φαντάζει δυνατό και πραγματοποιήσιμο». 

Πώς είναι άραγε να αντιμετωπίζει τον… καθρέφτη του, υπό την έννοια ότι με τον Σούλη Μαρκόπουλο εργάστηκε επί πέντε σερί χρόνια, προτού πάρει την απόφαση να πραγματοποιήσει το μεγάλο βήμα του να γίνει χεντ κόουτς. «Οταν έχεις εργαστεί για τόσο καιρό με έναν άνθρωπο, με τον οποίο έχεις μάλιστα συγγενικό δεσμό, είναι λογικό να γνωρίζεις τη φιλοσοφία του και λεπτομέρειες, που δεν μπορεί να γνωρίζουν πολλοί. Σε ένα ματς, όμως, δεν μπορείς να μπεις και στο μυαλό του, συνεπώς δεν ξέρεις τι να περιμένεις. Αυτό έχει να κάνει και με τους παίκτες, οι οποίοι είναι οι αληθινοί πρωταγωνιστές. Διότι δεν μετράει μόνο τι θα πεις στους παίκτες, αλλά πώς θα το πεις και πώς εκείνοι θα το δεχτούν και θα το υλοποιήσουν. Και φυσικά μετράει και η μέρα, στην οποία θα βρεθεί ο κάθε παίκτης. Υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες ένας προπονητής έχει στο μυαλό του ότι με μια συγκεκριμένη στρατηγική η ομάδα του θα κερδίσει και τελικά να χάνει», εξηγεί ο Χάρης Μαρκόπουλος, ο οποίος δεν διστάζει να παραδεχτεί κάτι πολύ ανθρώπινο, ότι του έχει λείψει ως έναν βαθμό η καθημερινότητα «με τον κόουτς», όπως του αρέσει να αποκαλεί τον Σούλη Μαρκόπουλο αποφεύγοντας καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης να τον αποκαλέσει «πατέρα». Υπάρχει, μάλιστα και ένας αστικός μύθος, που λέει ότι ως συνεργάτες στον ΠΑΟΚ, αλλά και αναπόφευκτα ως πατέρας και γιος, είχαν και προπονητικές διαφωνίες. 

«Θα ξεκινήσω από το πρώτο. Η συνεργασία λείπει και στους δύο πιστεύω. Οταν ζεις και συνεργάζεσαι με έναν άνθρωπο επί τόσα χρόνια είναι λογικό να σου λείπει αυτή η καθημερινότητα. Εχει, όμως, διατηρήσει τους άλλους δύο συνεργάτες του, με τους οποίους πλέον συνεννοείται με κλειστά τα μάτια. Οσο για τυχόν διαφωνίες; Δεν υπήρχαν διαφωνίες, αλλά ανταλλαγή απόψεων. Στο μπάσκετ, ξέρεις, δεν υπάρχει σωστό ή λάθος. Δύο επί τρία κάνουν έξι, αλλά και τρία επί δύο έχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Μπορείς να κερδίσεις δηλαδή με διαφορετικούς τρόπους. Ο καθένας είχε την άποψή του, αλλά την κρατούσαμε στο γραφείο, γιατί όταν βγαίναμε στο παρκέ υπήρχε μόνο μια άποψη, για το συμφέρον της ομάδας. Ανάλογες διαφωνίες είχα ακούσει ότι υπήρχαν και στο επιτελείο του Παναθηναϊκού επί των ημερών του Ομπράντοβιτς και του Ιτούδη, αλλά και σε όλες τις ομάδες. Στο γήπεδο, όμως, υπήρχε μια άποψη και αυτή κυριαρχούσε», σχολιάζει ο προπονητής του Κοροίβου και προτού μας αποχαιρετήσει αναφέρεται στην ευκαιρία που του πρόσφερε η ομάδα της Αμαλιάδας. 

«Ειλικρινά, όταν μου έγινε η πρόταση το καλοκαίρι, δεν το περίμενα. Ούτε καν το είχα φανταστεί ότι θα προέκυπτε αυτή η ευκαιρία. Η ηλικία μου δεν με τρομάζει. Υπάρχουν μεγαλύτεροι ηλικιακά, αλλά με μικρότερη εμπειρία και το αντίστροφο. Οι άνθρωποι του Κοροίβου με τίμησαν με την εμπιστοσύνη τους και αφού το συζήτησα με την οικογένειά μου και φυσικά με τον εαυτό μου, αποφάσισα να κάνω το βήμα. Η μεγάλη τιμή έγκειται στο ότι με τους συγκεκριμένους ανθρώπους δεν γνωριζόμασταν και αυτό μετράει διπλά. Το μόνο που αλλάζει στη ζωή μου είναι η λήψη αποφάσεων, που είναι δουλειά του πρώτου προπονητή. Αυτή είναι και η βασική διαφορά. Ολα τα άλλα, συμπεριλαμβανομένης της πίεσης, είναι παρόμοια. Γιατί και στον ΠΑΟΚ που ήμουν ασίσταντ αισθανόμουν την ίδια πίεση, με τον πρώτο προπονητή, αφού είναι αίμα μου και ήθελα με όλη μου την καρδιά να τον βλέπω ευτυχισμένο»…      

Η εξομολόγηση του Χάρη