MENU
Χρόνος ανάγνωσης 17’

«Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε»: Φόρος τιμής στον Νίκο Καββαδία (vids)

0

10 ποιήματα – 10 ματιές στη ζωή και το έργο του Νίκου Καββαδία

1. Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ - Μαραμπού

Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.

Κάτι που πάντα βρίσκεται σ’ αιώνια εναλλαγή,

κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,

και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατέλειωτη γη.

Κάτι που θα ‘κανε γοργά να φύγει το κοράκι,

που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά.

να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,

προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.

Κάτι που θα’ κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,

που αβρές μαθήτριες τ’ αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,

χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν

με κάποιο τρόπο που, ως λεν, δε γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.

Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ… Σκεφτήτε… Εγώ.

Ένα καράβι… Να σας πάρει, Καίσαρ… Να μας πάρει…

Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ’ οδηγώ.

Μιά μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.

– Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,

τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,

κι’ οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.

Οι πολιτείες ξένες θα μας δέχονταν,

οι πολιτείες οι πιό απομακρυσμένες

κι’ εγώ σ’ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα

σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.

Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε

παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,

γιά τους αστερισμούς ή γιά τα κύματα

γιά τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.

Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε,

τους φάρους θε ν’ ακούγαμε να κλαίνε

και τα καράβια αθέατα θα τ’ ακούγαμε,

περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.

Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,

κι’ ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει.

εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,

κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουϊσκυ.

Και μιά γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,

– μιά γριά σ’ ένα πολύβουο καφενείο –

μιά αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,

κι’ ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.

Και μιά βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια

στα μάτια μιάς Ινδής που θα χορέψει

γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,

θα δήτε – ίσως – τη Γκρέτα να επιστρέψει.

Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,

κι’ από ένα χωμάτινο πεζό μνήμα,

δε θα ‘ναι ποιητικώτερο και πι’ όμορφο,

ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,

λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,

που ίσως διαβάζοντας τα να με οικτείρετε,

γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

Η μόνη μου παράκληση όμως θα ‘τανε,

τους στίχους μου να μην ειρωνευθήτε.

Κι’ όπως εγώ για έν’ αδερφό εδεήθηκα,

για έναν τρελόν εσείς προσευχηθήτε.

Ο άνδρας που χάρισε στην ελληνική ποίηση πολλούς απ' τους πιο συγκινητικούς διαχρονικά στίχους της γεννήθηκε πριν από ακριβώς 108 χρόνια, στις 11 Ιανουαρίου 1910, στην περιοχή Χαρμπίν της Μαντζουρίας (τότε τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας), από Κεφαλονίτες γονείς. Η οικογένειά του επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε αρχικά στο Αργοστόλι το 1914, ωστόσο ο πατέρας του, ο Χαρίλαος, συνέχισε να δραστηριοποιείται επαγγελματικά στην ρωσική επικράτεια, όπου θα καταστραφεί οικονομικά και θα φυλακιστεί έπειτα από την Οκτωβριανή επανάσταση το 1917, με τις στερήσεις να υποσκάπτουν την υγεία του.

2. Οι 7 νάνοι στο s/s Cyrenia - Τραβέρσο

Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις.

Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη.

Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.

Ο πιο μικρός αχολογάει μ’ ένα καλάμι.

Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια.

Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.

Μ’ ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια

κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίτες ζυμώνει.

Απ’ το ποδόσταμο πηδάνε ως τη γαλέτα.

Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι;

Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα

ποιος ρήγα γιος θε να την πιει σ’ ένα ποτήρι.

Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,

κατάφερε το σταυρωτό του νότου αστέρι

σωρός να πέσει να σκορπίσει στα σπιράγια,

και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.

Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,

τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.

Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;

Ρούθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;

Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.

Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.

Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.

Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.

Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.

Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.

Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...

Ο πιο στερνός μ’έναν αυλό με νανουρίζει.

Στα τέλη της δεκαετίας του '20, μετά από τον θάνατο του πατέρα του, ο Κόλιας, ο οποίος είχε γράψει ήδη τα πρώτα του ποιήματα και συνεργαζόταν με φιλολογικά περιοδικά, μπαρκάρισε για πρώτη φορά, με το φορτηγό πλοίο «Άγιος Νικόλαος». Ήταν το παρθενικό απ' τα αναρίθμητα ταξίδια του στην θάλασσα, την οποία αγάπησε και μίσησε όπως μόνο οι ναυτικοί ξέρουν να κάνουν και κυριαρχεί στο έργο του, τόσο στις ποιητικές συλλογές «Μαραμπού» (1933), «Πούσι» (1947), «Τραβέρσο» (1975), όσο και στο μυθιστόρημα «Βάρδια» (1954), που πραγματεύεται ένα κολασμένο ταξίδι στη θάλασσα της Κίνας, έως τον θάνατό του.

3. Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί - Μαραμπού

Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί

όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε

στην κάμαρά μου ερχότανε γελώντας να με βρει

κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε

Μου `λεγε πώς καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς

και στο Άντεν πώς χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη

κι έπειτα πώς φωνάζουνε και πώς μονολογούν

όταν η ζάλη μ’ όνειρα περίεργα τους κυκλώνει

Μου `λεγε ακόμα ότι είδε αυτός μια νύχτα που `χε πιει

πως πάνω σ’ άτι εκάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης

και πίσωθε του ετρέχανε γοργόνες με φτερά

σαν πάμε στ’ Άντεν μου `λεγε κι εσύ θα δοκιμάσεις

Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξυραφιών

και του `λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει

και τότε αυτός συνήθιζε γελώντας τρανταχτά

με το `να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει

Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά

κάποια νυχτιά μέσα στο μπαρ Ρετζίνα στη Μαρσίλια

για να φυλάξει εμένα από έναν Ισπανό

έφαγε αυτός μια αδειανή στην κεφαλή μποτίλια

Μια μέρα τον αφήσαμε στεγνό απ’ τον πυρετό

πέρα στην Άπω Ανατολή να φλέγεται να λιώνει

θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ

και δώσ’ του εκεί που βρίσκεται λίγη απ’ την άσπρη σκόνη.

Τον Ιούνιο του '33 θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Κύκλος», σε μόλις 245 αντίτυπα και με δικά του έξοδα, η πρώτη ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία, το περίφημο «Μαραμπού». Περιέχει 22 τετράστιχα ποιήματα, γραμμένα με το πρωτοποριακό λεπτοδουλεμένο στιλ του, έναν συνδυασμό παροξύτονης - πλεκτής ομοιοκαταληξίας που λαμβάνει αξιοπρόσεκτες κριτικές, όπως αυτές των Καίσαρα Εμμανουήλ, Φώτου Πολίτη, Κλέωνα Παράσχου. Ο ποιητής είναι ακόμη νεαρός, λαχταρά το ταξίδι και τις εμπειρίες του, δεν φοβάται τον θάνατο και τον κόπο, ωστόσο η θλίψη που θα χαρακτηρίσει το έργο του, εντοπίζεται και εδώ...

4. Θεσσαλονίκη - Πούσι

Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης

το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά

σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις

μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά

Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι

άγιε Νικόλα φύλαγε κι αγιά θαλασσινή

τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι

που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί

Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται

και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού

εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται

σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού

Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη

πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σ’ αγαπώ

αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι

μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπό.

Πέρασαν σχεδόν 14 χρόνια και μεσολάβησαν οι εμπειρίες της συμμετοχής του στο ελληνικό Έπος του 1940 και την Αντίσταση για την έκδοση της δεύτερης ποιητικής συλλογής του Νίκου Καββαδία, τον Ιανουάριο του 1947, από τις εκδόσεις Καραβία. Αναφερόμαστε για το «Πούσι», το πραγματικό magnus opus του, 14 αψεγάδιαστα ποιήματα αφιερωμένα στην ανιψιά του, Έλγκα. Η παρουσία της Γυναίκας σε αυτό το έργο του είναι ακόμα πιο αισθητή, χωρίς να εξασθενεί η αγάπη για τη θάλασσα και την αναζήτηση, η ναυτική ορολογία χαρακτηριστικότερη από ποτέ, μαζί με το αίσθημα της μοναξιάς, αλλά και της συντροφικότητας.

5. Federico Garcia Lorca - Πούσι

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό

και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι

Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ

τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι

Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά

και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου

στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά

κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ’ αχαμνά του

Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά

και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι

τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά

τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει

Κάτω απ’ τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές

και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια

τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές

τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια

Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;

φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό

στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω

κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.

Κοπέλες απ’ το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι

κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά

σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι

μέσα απ’ τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη

φτενή δίχως καρένα

σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά

σμάρι κοράκια να πετάν στην ερήμην αρένα

και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.

Παρόλο που η Οκτωβριανή επανάσταση έπληξε την οικογένειά του ο Νίκος Καββαδίας θα ενστερενιστεί την ιδεολογία της Αριστεράς με έναν δικό του, προσωπικό τρόπο. Κατά την Κατοχή συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση, υπήρξε μέλος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, καθώς και ο επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, πριν αφήσει ξανά την πατρίδα του, το 1945, για να μπαρκάρει. Η επιρροή της αριστερής ιδεολογίας είναι εμφανής σε πολλά ποιήματά του: «Στον τάφο του ΕΠΟνίτη», «Αθήνα 1943», «Αντίσταση», «Federico Garcia Lorca», «Γκεβάρα», παρόμοια υπήρξε και η (πάντοτε αξιοπρεπής) στάση ζωής του μέχρι το τέλος της.

6. Πικρία - Τραβέρσο

Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι

και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα,

τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,

και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα.

Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου,

και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα

με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα,

για το κορμί σου που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.

Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι

τον τρόμου που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι

το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,

για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.

Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Ρίο τη μαλαφράντζα

την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο

Τη μαχαιριά που μου `δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα

και "Σε πονάει με τη νοτιά;" –Όχι από αλλού πονάω.

Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια

του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη

Τις ξεβαμένες στάμπες μου πούχα για περηφάνεια

για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.

Τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω

Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Αμερική κι Ασία

Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω;

Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.

Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι,

Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,

απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι

και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια.

Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,

δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι.

Μια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει

κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.

Η τρίτη και τελευταία ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία, το «Τραβέρσο», κυκλοφόρησε το 1975, έπειτα από τον θάνατό του. Σε αυτήν βρίσκουμε 13 ποιήματα, το τελευταίο εκ των οποίων είναι η σπαρακτική «Πικρία», το κύκνειο άσμα του Κόλια, και τα «Παραμύθια του Φιλίππου», για τον γιο της ανιψιάς του, της Έλγκας, τον οποίο υπεραγαπούσε. Αυτό το πόνημά, με στίχους γραμμένους από το '51 έως και τα μέσα της δεκαετίας του '70, είναι βαθύτατα εσωτερικό, εσωστρεφές και νοσταλγικό, με τον ωκεανό και τη σφραγίδα του τέλους της ζωής του, το οποίο νιώθει να πλησιάζει, να πέφτουν βαριά στο μεγαλύτερο μέρος του.

7. Εσμεράλδα - Πούσι

Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα

κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές

Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα

κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes

Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος

κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς

Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος

απ’ το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής

Ο παπαγάλος σου `στειλε στερνή φορά το γεια σου

κι απάντησε απ’ το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής

πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου

κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς

Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω "σε προδίνω"

κι ο γρύλος τον ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού

Μη φεύγεις. Πες μου, το `πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο

ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;

Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν

κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.

Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ’ αρέσουν

και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά

Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν

και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές

στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα

που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές.

Το 1954, ο 44χρονος τότε Καββαδίας ήταν ασυρματιστής σε ένα μικρό επιβατικό καράβι με το οποίο έτυχε να ταξιδέψει ο μεγάλος Έλληνας ποιητής και ήδη απόλυτα καταξιωμένος Γιώργος Σεφέρης. Ο μετέπειτα νομπελίστας δεν έκανε τον κόπο να χαιρετήσει τον «συνάδελφό» του, τόσο στην υποδοχή των ταξιδιωτών, όσο και κατά τη διάρκεια της διαδρομής προς την Βηρυτό, όπου είχε διοριστεί πρεσβευτής. Η συντριπτική πλειοψηφία των «κορυφαίων» Ελλήνων λογοτεχνών του Μεσοπολέμου και των επόμενων δεκαετιών, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, περιφρόνησε το έργο του αντισυμβατικού Κόλια και δεν τον αναγνώριζε ως ισάξιό.

8. Cambay's water - Πούσι

Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι.

Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο

«κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω»

ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.

Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,

οι κουλήδες τρώνε σκυφτά ρύζι με κάρι,

ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,

που `ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.

Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα,

σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,

μ’ απόψε – λέω – φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,

την ώρα που `πες με θυμό: «Θα ‘βγω άλλη μέρα...»

Τη νύχτα σου `πα στο καμπούνι μια ιστορία,

την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,

τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα

κι όλο μουρμούριζες βραχνά: «Φάλτσο η πορεία...»

Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.

Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.

Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι

μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.

Ο Νίκος ήταν υπερήφανος για τα ναυτικά τατού του, με χαρακτηριστικότερο τη χορεύτρια-γοργόνα που είχε χτυπήσει σε ένα ταξίδι στις Ινδίες στο αριστερό του μπράτσο. Κάποτε στην Αργεντινή, μαζί με μερικούς ακόμα Έλληνες ναύτες, έσωσαν μια συμπατριώτισσά τους που ήταν φυλακισμένη σε οίκο ανοχής και της πλήρωσαν τα εισιτήρια για να επιστρέψει στην πατρίδα. Συνήθιζε να λέει ότι δεν ερωτεύτηκε ποτέ, μοναχά τη θάλασσα, και ότι σε όλη τη ζωή του ξάπλωσε μόνο με πόρνες. Ωστόσο, αμφιβάλλει κανείς αν μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο για τον άνθρωπο που έγραψε τον στίχο «κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω...»

9. Σταυρός του Νότου - Πούσι

Έβραζε το κύμα του γαρμπή

είμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη

γύρισες και μου `πες πως το Μάρτη

σ’ άλλους παραλλήλους θα `χεις μπει

Κούλικο στο στήθος σου τατού

που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει

είπαν πως την είχες αγαπήσει

σε μια κρίση μαύρου πυρετού

Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό

κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια

Κομπολόι κρατάς από κοράλλια

κι άκοπο μασάς καφέ πικρό

Το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά

με το παλλινώριο πήρα κάτου

μου `πες με φωνή ετοιμοθανάτου

να φοβάσαι τ’ άστρα του Νοτιά

Άλλοτε απ’ τον ίδιον ουρανό

έπαιρνες τρεις μήνες στην αράδα

με του καπετάνιου τη μιγάδα

μάθημα πορείας νυχτερινό

Σ’ ένα μαγαζί του Nossi Be

πήρες το μαχαίρι δυο σελίνια

μέρα μεσημέρι απά στη λίνια

ξάστραψες σαν φάρου αναλαμπή

Κάτω στις ακτές της Αφρικής

πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι

τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι

και το ωραίο γλυκό της Κυριακής.

http://www.youtube.com/embed/zveemnKDo6w?modestbranding=0&showinfo=0&playsinline=1

Στην αναγνώριση του ποιητή από τις πλατιές μάζες και τις νεότερες γενιές συνέβαλλε ασφαλώς η μελοποίηση των πονημάτων του μετά από τον θάνατό του και κυρίως ο «Σταυρός του Νότου». Ο δίσκος αυτός του Θάνου Μικρούτσικου του 1979, με τον Γιάννη Κούτρα, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και την Αιμιλία Σαρρή να ερμηνεύουν 11 μελοποιημένα ποιήματα του Καββαδία, αναγνωρίζεται μέχρι και σήμερα ως ένας από τους σημαντικότερους και πλέον «ακουσμένους» της ελληνικής μουσικής σκηνής, ενώ σε στίχους του έχουν επίσης τραγουδήσει οι αδερφοί Κατσιμίχα, η Μαρίζα Κωχ, ο Γιάννης Σπανός, ο Δημήτρης Ζερβουδάκης.

10. Ιδανικός κι ανάξιος εραστής ( Mal du Départ ) - Μαραμπού

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής

των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,

και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,

χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ’ Αλγέρι και το Σφαξ

θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,

κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,

θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,

οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα `χω πια ξεχάσει,

κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ’ όποιον ρωτά:

"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"

Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί

και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,

κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,

θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ

σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,

θα `χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ

και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

Στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, έναν μήνα μετά τα 65α γενέθλιά του και περίπου τρεις από την ημέρα που πάτησε ξανά στεριά, ο Νίκος Καββαδιάς σαλπάρησε για το τελευταίο και μεγαλύτερο ταξίδι του, έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι». Ίσως θα του ταίριαζε περισσότερο να ταφεί «με γράμμα συμβουλευτικό της μάνας του στην τσέπη», «σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες», «στον διάφεγγο βυθό και τ' άγριο κύμα», όμως σημασία έχει ότι για τους θαυμαστές του έργου του, ο μέγιστος ταξιδευτής ποιητής των θαλασσών είναι αθάνατος, θα ζει μέσα από τους μαγευτικούς στίχους του...

«Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε»: Φόρος τιμής στον Νίκο Καββαδία (vids)