MENU

Για την Ατλέτικο Μαδρίτης είναι ο απόλυτος μαέστρος της, ο «Μεσίας» της. Της έμαθε να είναι ΟΜΑΔΑ. Της έδωσε ταυτότητα. Της μετέδωσε το «είναι» του. Τον χαρακτήρα του.

Δίδαξε στους παίκτες του να είναι στρατιώτες, και όλοι μαζί να υπηρετούν την ίδια ερυθρόλευκη πριγκίπισσα. Ή μάλλον αλήτισσα. Όταν ο Πεπ Γκουαρδιόλα στη Μπαρτσελόνα είχε καταφέρει να χαράξει στο κορμί του ποδοσφαίρου νέες διαδρομές, ο Σιμεόνε ερχόταν στην Ατλέτικο για να αποδείξει ότι δεν είναι όλα στο ποδόσφαιρο κατοχή μπάλας και άρτια δομημένες επιθέσεις.

Είναι και έμπνευση, ψυχή, προσπάθεια, αργεντίνικο τάνγκο και μάχη μέχρι το τέλος.

«Δεν θέλω να γοητεύω τους κριτικούς, θέλω να γοητεύω τους παίκτες μου. Η μεγαλύτερή μου επένδυση είναι σε αυτούς, επειδή είναι οι μοναδικοί που σου επιτρέπουν να συνεχίζεις να βελτιώνεσαι», δηλώνει ο ίδιος δίνοντας το στίγμα του. Τα κατάφερε, ενέπνευσε όλους τους παίκτες και σχεδόν όλο τον ποδοσφαιρικό πλανήτη.

Οι πρώτες «μάχες»

Ο Ντιέγο Πάμπλο Σιμεόνε γεννήθηκε σαν σήμερα στις 28 Απριλίου του 1970 στο Μπουένος Άιρες .

«Ως ποδοσφαιριστής, ένιωθα ότι το ποδόσφαιρο ήταν πόλεμος και ότι έπρεπε να σκοτώσω τον αντίπαλο» , δήλωσε περιγράφοντας με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο το πως του άρεσε να μάχεται. Ναι, δεν ήταν αρτίστας. Ήταν μποξέρ με την αίγλη του Αργεντινού.

Ξεκίνησε την καριέρα του στη Βελέζ Σάρσφιλντ παρέλασε από τις Πίζα, Σεβίλλη, Ατλέτικο Μαδρίτης. Με τους «ροχιμπλάνκος» κατέκτησε το νταμπλ το 1996. Έγινε ηγέτης. Φόρεσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Αγαπήθηκε κι αγάπησε.

Μετακόμισε στην Ιταλία.

«Ήταν σαν να ήμουν έτοιμος και για τα χτυπήματα και για τις μεγάλες χαρές. Σίγουρα όλο αυτό έχει στοιχεία από σαδομαζοχισμό, αλλά με γοητεύει», δηλώνει.

Στην Ίντερ του Ρονάλντο, του Ζανέτι. Εκεί, κατακτά το κύπελλο UEFA αλλά μετά από δύο χρόνια ψάχνει την έξοδο. Η Λάτσιο είναι ο επόμενος σταθμός, το επόμενο ρινγκ. Κατακτά το νταμπλ το 2000. Η ομάδα ήταν μακρυά από τους τίτλους για πολλά χρόνια. Τους αναγέννησε η παρουσία του.

Ήταν ένας από τους καλύτερους αμυντικούς χαφ της δεκαετίας του '90. Σκληροτράχηλος, παθιασμένος από το πρώτο λεπτό, μέχρι το τελευταίο.

Βάλε στο μυαλό σου μια σκηνή πάνω σε ένα ρινγκ. Δυο φαινομενικά άνισους μποξέρ. Φαντάσου τον πρώτο να κάνει επίδειξη δύναμης και τον δεύτερο να φτύνει στην άκρη του ρινγκ αίμα. Ο διαιτητής μετρά αντίστροφα. 10, 9, 8, 7, ανασαίνει βαριά, σφίγγει τα δόντια, 6, 5, 4 δε γίνεται να χάσει πρέπει να βρει τη δύναμη να σηκωθεί 3, 2.Είναι όρθιος. Έτσι κάπως αγωνιζόταν και ο Σιμεόνε. Έτσι κάπως έπαιζε μπάλα.

Το Καλοκαίρι 2003, στα 33 του πια, αφήνει τα «γαλάζια» της Λάτσιο. Προχωρά στην ιερή επιστροφή. Στην Ατλέτικο. Γιατί μπορεί την Λάτσιο να την καψουρεύτηκε , μα η πρώτη του αγάπη παρέμενε «ροχιμπλάνκα».

«Όταν κατέβηκα από το αεροπλάνο, ένιωσα κάτι παράξενο, μια περίεργη ταραχή. Και μόλις πάτησα το πόδι μου στη Μαδρίτη, έγινε πραγματικότητα η επιθυμία μου, με διαπέρασε μια ανατριχίλα, σημάδι της προσμονής και του ενθουσιασμού για αυτήν την καινούργια πρόκληση. Πριν λίγες εβδομάδες, όταν είδα στο Βιθέντε Καλντερόν εκείνο το πανό που έγραφε Τσόλο σε αγαπάμε, αποφάσισα ότι η επιλογή μου θα ήταν αυτή, να επιστρέψω εδώ».

Ενάμιση χρόνο αργότερα, στις 14 Δεκεμβρίου του 2004, θα δώσει την τελευταία του συνέντευξη Τύπου ως παίκτης των «ροχιμπλάνκος», για να ανακοινώσει το τέλος της συνεργασίας του με την ομάδα και την επιστροφή του στην Αργεντινή. «Αφήνω την «Ατλέτι», γιατί στα 34 μου χρόνια, ο ποδοσφαιριστής που έχω μέσα μου, μου ζητάει να παίξω μπάλα», δήλωνε βουρκωμένος. Ο τεχνικός των «Κολτσονέρος», Θέσαρ Φεράντο, είχε πάψει να τον υπολογίζει και ο «Τσόλο» αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να φύγει από την Ευρώπη και να επιστρέψει στην πατρίδα του.

Κλείνει την καριέρα του στη Ράσινγκ τη σεζόν 2005-06.

Σε ηλικία 18 ετών, έχοντας αγωνιστεί και με τις ομάδες εφήβων και νέων φορά και τη φανέλα της Εθνικής Αργεντινής ανδρών.

Υπήρξε συμπαίκτης με τους: Μπασουάλδο, Αλταμιράνο, Μπάσκες, Γκοϊκοτσέα, Φράνκο, Ρουτζέρι. Μπροστά, από αριστερά: Κανίγια, Σιμεόνε, Μπατιστούτα, Ροντρίγκες, Αστράδα.

Κατάθεση ψυχής. Ιερή πίστη στην φανέλα της εκάστοτε ομάδας. Άρνηση αποδοχής της ήττας. Αν γινόταν θα έπαιζε άλλα 90 λεπτά μέχρι να καταφέρει να φύγει από το χορτάρι νικητής. Ήταν μόλις 14 ετών όταν ο προπονητής του στους μικρούς, Βικτόριο Σπινέτο, του έδωσε το προσωνύμιο «Cholo». Προσωνύμιο που τον συντροφεύει ακόμα και σήμερα μαζί με την μαχητικότητά του. Η καρδιά και οι πνεύμονες... στα χέρια του. Το μαχαίρι στα δόντια και το βλέμμα στη νίκη. Αυτό ήταν ο ποδοσφαιριστής Ντιέγκο Σιμεόνε.

Δε μπορούσε να φύγει μακριά από τη μπάλα

Το 2006, με το που κρεμά τα παπούτσια του αναλαμβάνει ως προπονητής της Ράσινγκ, δε μποροπύσε να φύγει μακριά από τη μπάλα. Οδηγεί την Ράσινγκ σε ένα εντυπωσιακό φινάλε στην Κλαουζούρα. Λίγους μήνες μετά αναλαμβάνει την Εστουδιάντες, τον Μάιο του 2006. Εκεί κάνει πάλι το «νοκ - άουτ».

Τα «λιοντάρια» της Λα Πλάτα υποτάσσουν Μπόκα Τζούνιορς με 2-1 και κατακτούν το πρώτο τους πρωτάθλημα μετά από 23 χρόνια!

Τον Ιανουάριο του 2008, παίρνει τη σκυτάλη, στον πάγκο της ιστορικής Ρίβερ Πλέιτ, από τον Ντάνιελ Πασαρέλα. Κάνει δικιά του την Κλαουζούρα του 2008 μα η συνέχεια έχει για τον Αργεντινό πολλά ανεπιτυχή αποτελέσματα.

Πηγαίνει στη Σαν Λορέντζο το 2009, χωρίς όμως να μπορέσει να επιστρέψει στις επιτυχίες. Έπρεπε να αφήσει την Αργεντινή.

Τον Ιανουάριο του 2011 αναλαμβάνει την Κατάνια, αντικαθιστώντας τον Μάρκο Τζιαμπάολο. Λατρεύεται και στη Σικελία. Σώζει την ομάδα από βέβαια υποβιβασμό.

Κεφάλαιο... «Ινδιάνοι»

Πέρασαν 6 χρόνια και 9 ημέρες. Το 2011 έφτανε στην εκπνοή του. Στις 23 Δεκεμβρίου ο Σιμεόνε βάζει το μαύρο του κοστούμι. Κάθεται στον πάγκο των «κολτσονέρος».

«Η Μαδρίτη μου θυμίζει το Μπουένος Άιρες. Βρήκα τον εαυτό μου στον τόπο του», δηλώνει.

Οι επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη. Η Ατλέτικο του Σιμεόνε αποκλείει τις Λάτσιο, Μπεσίκτας, Αννόβερο, Βαλένθια, έχοντας μάλιστα 8/8 νίκες. Φτάνει στον τελικό του Europa League το 2012 απέναντι στη Μπιλμπάο. Το κατακτά. Στα χέρια του και το Ευρωπαϊκό Super Cup τον Αύγουστο, κόντρα στην Τσέλσι. Το Copa Del Rey απέναντι στη Ρεάλ μέσα στο «Μπερναμπέου». Φτάνει στον τελικό του Champions League. Κατακτά το Πρωτάθλημα με ιστορική ισοπαλία με 1-1 στο «Καμπ Νου» την τελευταία αγωνιστική.

Φτάνει σε δεύτερο τελικό Champions League.

Φέρνει πάλι στο «modern football» τον όρο «κατενάτσιο». Αναγάγει την άμυνα σε τέχνη. Την προσπάθεια μέχρι τέλους σε μια ιερή μυσταγωγία. Σε μανιφέστο.

Ο Ντιέγκο Σιμεόνε είναι ένας μποξέρ που χορεύει τάνγκο. Ή ένας χορευτής τάνγκο που παίζει μποξ. Γεννημένος ηγέτης, μαχητής. Είναι η καρδιά, πάνω από ταλέντο. Η προσπάθεια πάνω από τις αντοχές.

Σιμεόνε: Ο μποξέρ χορευτής