MENU

Μαθήματα ελληνικής ιστορίας. Διόρθωση: Διδάγματα ελληνικής ιστορίας. Πριν το βόλεϊ, πριν τη Σουηδία, πριν τη Βουδαπέστη, πριν την Ορεστιάδα και τη Θεσσαλονίκη, ένας πόλεμος που χώρισε τη χώρα στα δύο. Μια «Ψυχή Βαθιά», όπως είχε προσπαθήσει ο Παντελής Βούλγαρης να την αποτυπώσει στην ταινία του για τον εμφύλιο πόλεμο. Μια φράση που απαγορευόταν να χρησιμοποιεί ο Δημοκρατικός στρατός της Ελλάδας και ήταν κατά βάση σύνθημα της ΕΛΑΣ την τριετία που σκοτώθηκαν περισσότεροι από 30.000 άνθρωποι. Οι δολοφονίες συνεχίστηκαν για χρόνια αργότερα, όπως και η εξορία, η φυλάκιση και τα βασανιστήρια.

Ο Όμηρος Καλμαζίδης δεν έμεινε στην Ελλάδα για να τα ζήσει. Είχε δει τον πατέρα του να κάνει φυλακή στο «Γεντί Κουλέ», να εξορίζεται στη Γαύδο και ο ίδιος στα χρόνια του εμφυλίου ήταν μέλος του ΔΣΕ. Στην υποχώρηση του 1949 τραυματίστηκε και όπως αρκετοί ακόμα στρατιώτες της εποχής, βρήκε καταφύγιο σε χώρα κομμουνιστικής κυβέρνησης. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας τον υποδέχτηκε και ο Όμηρος εκεί σπούδασε, εργάστηκε και έφτιαξε την οικογένειά του. Στις 16 Ιουνίου του 1968 ήρθε στη ζωή ο Γιάννης, το δεύτερο παιδί του Όμηρου με την Λουλούδα, τη γυναίκα που καταγόταν από τα Βρισικά Έβρου και τον είχε ακολουθήσει από την Ελλάδα.

Πριν καλά-καλά ο Γιάννης κλείσει τα δύο του χρόνια κι ενώ η αδελφή του Ελισάβετ πλησίαζε τα έξι, η οικογένειά αναζήτησε νέα πατρίδα. Στην Ουγγαρία, ο Όμηρος είχε σπουδάσει τεχνολόγος μηχανικής και στη Σουηδία στις αρχές της δεκαετίας του ’70 το μέλλον έμοιαζε πιο ευοίωνο. Μόνο που το πέρασμα δεν ήταν εύκολο. Η οικογένεια αναγκάστηκε να φύγει νύχτα με το τρένο από τη Βουδαπέστη και να μείνει για έξι μήνες σε στρατόπεδο προσφύγων στην Τεργέστη. «Ήταν καλός μηχανολόγος ο μπαμπάς µου και βρήκε καλή δουλειά. Μετά γύρισε και µας πήρε από το στρατόπεδο προσφύγων μαζί µε τη μητέρα µου και από τότε σιγά-σιγά η ζωή µας άλλαξε προς το καλύτερο». Ο Όμηρος Καλμαζίδης είχε απορρίψει δουλειά από τις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Σουηδία, όντας πολυμήχανος όπως πρόσταζε το όνομά του, τελείωσε την Παιδαγωγική Ακαδημία και δούλεψε ως δάσκαλος στα δίγλωσσα τμήματα για παιδιά μεταναστών. Ο Γιάννης ήταν ένα από εκείνα, που έπρεπε να βρουν το δρόμο τους…«Ξεκίνησα να πηγαίνω σχολείο στη Σουηδία και πάντα µε έλεγαν Έλληνα, αλλά εγώ δεν γνώριζα καλά ελληνικά και δεν είχα καν την ελληνική ιθαγένεια», θυμάται ο τεχνικός του ΠΑΟΚ, που αποφάσισε να ασχοληθεί με το βόλεϊ σε ηλικία δέκα ετών. Προπονητής του και μέντοράς του ήταν ο Αντρέ Κρίστιανσον, ο οποίος ήταν τότε μόλις τριάντα ετών και είχε στην εποπτεία του εφηβικές ομάδες. «Συμμετείχαμε σε ένα πρόγραμμα 3Χ3. Ένας Τούρκος, ένας Κούρδος και εγώ, κάτι που είχε γίνει μεγάλο θέμα, αφού συνυπήρχαν τρία παιδιά από εθνικότητες που είχαν αντιπαλότητα. Τότε, ο Κρίστιανσον είχε πει πως µόνο ο Έλληνας θα προχωρήσει. Έτσι κι έγινε, γιατί οι υπόλοιποι τα παράτησαν... Αρχικά έπαιζα ακραίος, μετά γύρισα πασαδόρος».

Ο σπουδαίος Σουηδός προπονητής έκανε εκείνη την εποχή κάτι σαν παιδομάζωμα και ο Γιάννης έχει πολλά να θυμάται. Καλοκαίρια, Χριστούγεννα, Πάσχα, όλα μέσα σε ένα γήπεδο να κάνουν προπόνηση, τη στιγμή που οι φίλοι τους έκαναν διακοπές. Εκείνη η γενιά, όμως, μεγαλούργησε κι έκανε το βόλεϊ για μερικά φεγγάρια σπουδαία υπόθεση στη σκανδιναβική χώρα. Κέρδισε τη συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σεούλ κι έφτασε ως τον τελικό του ευρωπαϊκού που διεξήχθη στην Στοκχόλμη το 1989, αποκλείοντας μάλιστα τη Σοβιετική Ένωση.

Κάπου εκεί τα πλάνα του Γιάννη Καλμαζίδη άρχιζαν να αλλάζουν. Δεν σταματούσε κι εκείνος, άλλωστε, όπως και ο πατέρας του να ψάχνει το καλύτερο. Παρότι είχε σπουδάσει προγραμματιστής υπολογιστών και είχε δουλέψει για ένα διάστημα στην Ericsson, παρότι είχε φοιτήσει στην σχολή βόλεϊ της Σουηδίας και είχε πάρει ειδίκευση στην αθλητική ψυχολογία, στη διατροφή και φυσικά στο άθλημα που αγαπούσε, είδε μπροστά του την πιθανότητα να ακολουθήσει επαγγελματικά καριέρα στο φιλέ. Και την άρπαξε.Μια πατρίδα ξένη…«Το παράπονο του πατέρα µου ήταν πως δεν είχε δει την Ελλάδα για 30 χρόνια και για πρώτη φορά επιστρέψαμε το 1975». Η πρώτη επιστροφή δεν ήταν τυχαία, αφού μόνο μετά την ανατροπή της χούντας το 1974 σταμάτησαν οριστικά οι διώξεις από τον εμφύλιο. Ο Όμηρος θα έβλεπε την πατρίδα του ξανά και το 1989 ήταν η στιγμή για τον Γιάννη να γυρίσει μόνιμα στη χώρα που δεν είχε γνωρίσει. Απλά, η περιοχή ποίκιλλε ανάλογα με το… 24ωρο! Ο Έλληνας πασαδόρος που έκανε όνομα στη Σουηδία ερχόταν στην Ελλάδα για λογαριασμό της Ορεστιάδας. Ο Παναθηναϊκός τον έκλεψε στο αεροδρόμιο και τον πήγε κατευθείαν στη Λεωφόρο. Εκεί μίλησε με τον Γιώργο Βαρδινογιάννη και τον Παύλο Γιαννακόπουλο, συμφώνησαν και ο Γιάννης Καλμαζίδης ξεκίνησε προπονήσει στον «Τάφο του Ινδού».

Κι ενώ όλα έμοιαζαν τελειωμένα, ήρθε νέα ανατροπή. «Λίγες μέρες μετά µου ζήτησαν να υπογράψω πενταετές συμβόλαιο. Εκεί διαφώνησα. Το θέμα πάγωσε και ένα βράδυ χτύπησε η πόρτα του δωματίου µου στο «Saint George» και ήταν ο αείμνηστος προπονητής Χρήστος Παπαδόπουλος μαζί µε παράγοντες της Ορεστιάδας. Μου είπαν να τα μαζέψω και να φύγουμε... Μπήκα σε ένα αυτοκίνητο και ταξιδεύαμε μια μέρα μέχρι την Ορεστιάδα, όπου και τελικά έμεινα για τρία χρόνια». Εκεί θα γνωρίσει τη Λία, με την οποία θα παντρευτούν το 1998 και θα έχουν τώρα με τη σειρά τους δύο αγόρια!

Η καριέρα του Έλληνα πασαδόρου συνεχίστηκε με τον Έσπερο Βυζαντίου, τον ΠΑΟΚ, τον Άρη και στο ένδοξο φινάλε της στον Ηρακλή, με τον οποίο κατέκτησε πέντε τίτλους. Εκεί συναντήθηκε εκ νέου με τον Αντρές Κρίστιανσον και ο Σουηδός τού έδωσε εκ νέου νέα κατεύθυνση ζωής. «Μπορούσα να συνεχίσω να παίζω, αλλά όταν ήρθε ο Κρίστιανσον στον Ηρακλή, μου πρότεινε να γίνω βοηθός του. Θεώρησα ότι ήταν μια καλή συγκυρία. Με τον Κρίστιανσον έχουμε την ίδια φιλοσοφία, ενώ εγώ γνώριζα καλά τα τεκταινόμενα στο ελληνικό πρωτάθλημα», διηγείται ο Γιάννης Καλμαζίδης που εκείνη τη σεζόν κατακτούσε το νταμπλ και ακολουθούσε στη συνέχεια τον μέντορά του στον Ολυμπιακό.

Από το 2008 στον Ρέντη ξεκίνησε το δικό του τρενάκι με ανηφόρες και κατηφόρες που θα ζήλευε και το γειτονικό «Allou Fun Park». «Εγώ κάνω ό,τι καλύτερο για την ομάδα. Δεν με πειράζει που βοηθάω για λίγο και μετά γίνομαι πάλι βοηθός κάποιου άλλου προπονητή. Σκοπός μου είναι να υπηρετώ το σύλλογο». Ας δούμε λίγο πως ακριβώς υπηρέτησε τον Ολυμπιακό… Το 2009 κατέκτησε το νταμπλ και στα μέσα της επόμενης σεζόν ανέλαβε πρώτος προπονητής όταν ο Σουηδός δεν άντεξε άλλο στην Αθήνα. Έχασε το κύπελλο, αλλά κατέκτησε το πρωτάθλημα μέσα στη Λεωφόρο.

Η διοίκηση του Ολυμπιακού δεν του έδωσε τα κλειδιά του… σπιτιού και προσέλαβε τον Φλάβιο Γκουλινέλι. «Δεν κατηγορώ την διοίκηση για αυτήν την απόφαση. Ήταν λογικό να θέλουν έναν έμπειρο προπονητή και να μη με εμπιστεύονται στο τιμόνι του μεγαλύτερου συλλόγου της χώρας. Αυτό που με πίκρανε είναι ότι δεν υπήρχε εμπιστοσύνη και σιγουριά επειδή είμαι νεαρός. Το αποδέχτηκα και μου άρεσε που θα συνεργαζόμουν με έναν έμπειρο προπονητή από τον οποίο θα είχα να μάθω». Η γνώση κράτησε και πάλι μερικούς μήνες. Εν μέσω τραγικών οικονομικών προβλημάτων ο Ιταλός αποχώρησε και ο Καλμαζίδης έπρεπε πάλι να βγάλει το φίδι από την τρύπα.

Ο Ολυμπιακός δεν είχε εκείνη την εποχή καν τα λεφτά να πληρώσει τα νοίκια των παικτών και του προπονητή, δεν είχε να πληρώσει για θέρμανση στο Ρέντη και ο Γιάννης, ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, προσιτός και με χαρακτηριστικό του τις καλές σχέσεις με τους παίκτες, κατάφερε να φτάσει σε μια απίστευτη επιτυχία. «Στηρίχτηκα στο φιλότιμο και στη διάθεση που είχαν για διάκριση. Τις δύσκολες ημέρες, τους έλεγα ότι κανένας μας δεν άρχισε το βόλεϊ για να βγάλει χρήματα και ότι, αν δουλέψουμε σωστά, στο τέλος θα βγούμε κερδισμένοι και θα έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη. Κάναμε ατελείωτες συζητήσεις που λειτουργούσαν... ψυχοθεραπευτικά και για τις δύο πλευρές. Η δικιά μας δουλειά είναι καθημερινή κατάθεση ψυχής, κάτι πολύ δύσκολο. Έτσι ξεγελούσαμε μυαλό και σώμα».

Έτσι, ξεγέλασαν και τους αντιπάλους τους. Κατέκτησαν το νταμπλ, γεγονός που χαρακτηρίστηκε ως άθλος, και επιτέλους ο Γιάννης Καλμαζίδης κέρδιζε την εμπιστοσύνη και ένα συμβόλαιο ως πρώτος προπονητής στον Ολυμπιακό. Έστω κι αν οι διαπραγματεύσεις κράτησαν πολλές εβδομάδες και τα παζάρια γίνονταν για ένα ποσό ύψους χιλίων ευρώ! Η καθυστέρηση πλήγωσε την ομάδα, η διοίκηση δεν έκανε όσα ζήτησε και στην πορεία, όπως ομολόγησε και ο ίδιος, έχασε τα αποδυτήρια. Το αποτέλεσμα ήταν να λυθεί το συμβόλαιό του τον Απρίλιο του 2012.

Αρκετούς μήνες μετά – τον Δεκέμβριο του 2013 – ανέλαβε ακόμα μια δύσκολη αποστολή και πήρε τον Παναθηναϊκό με έναν βαθμό και κατόρθωσε να τον κρατήσει στην κατηγορία με οκτώ νίκες. Τον προηγούμενο Απρίλιο το συμβόλαιο δεν ανανεώθηκε για λόγους ανωτέρας βίας (βλ. μπάτζετ και στόχοι) και ο Γιάννης Καλμαζίδης, που παράλληλα είναι και τεχνικός της Εθνική ομάδα βόλεϊ γυναικών», ανηφόρισε στη Θεσσαλονίκη. Στις 28 Μαΐου ανακοινώθηκε η πρόσληψή του και ο Έλληνας τεχνικός είχε έναν λόγο παραπάνω να θέλει μια μεγάλη επιτυχία ξανά στην καριέρα του.

Ενδιάμεσα στις αλλαγές ομάδων, τον Ιανουάριο του 2014, ο Όμηρος Καλμαζίδης έφυγε από τη ζωή. Η δική του Οδύσσεια είχε ολοκληρωθεί. Εκείνη του Γιάννη συνεχίζεται…

Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου!